Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

Jean-Philippe Rameau 25/09/1683 - 12/09/1764


Ο Ζαν Φιλιπ Ραμώ υπήρξε απ’ τους πλέον διάσημους Γάλλους μουσικούς του 18ου αιώνα. Είχε μια καριέρα όσο κανείς άλλος απ’ τους  διαπρεπείς συνθέτες στην ιστορία. Πρακτικά άγνωστος μέχρι την ηλικία των 40, τράβηξε την προσοχή αρχικά σαν θεωρητικός και αργότερα σαν συνθέτης. Τον περισσότερο χρόνο μέχρι αυτή την περίοδο τον πέρασε στην αφάνεια της Γαλλικής επαρχίας  και δεν εκμυστηρεύθηκε σε κανένα φίλο ούτε και στην γυναίκα του την ίδια λεπτομέρειες απ’ αυτά τα χρόνια.
Παρήγε τα περισσότερα απ’ τα μουσικά του έργα, απ’ τα οποία και πήρε την φήμη του μεταξύ της ηλικίας των πενήντα και πενήντα έξι ετών. Κατακρίθηκε τότε σαν νεωτεριστής και προσβλήθηκε είκοσι χρόνια αργότερα ακόμη πιο σοβαρά σαν αντιδραστικός. Υπήρξε ευνοημένος της Γαλλικής αυλής και αρκετά ευκατάστατος κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του και παρέμεινε πάντα ένας μοναχικός, φίλερις και αντικοινωνικός άνθρωπος αλλά ένας ευσυνείδητος και ευφυέστατος καλλιτέχνης.
Σπούδασε αρχικά στο κολέγιο των Ιησουιτών στην Ντιζόν. Ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι στην Ιταλία, ήταν οργανίστας στην Αβινιόν ως το 1706 και αργότερα μαέστρος παρεκκλησίου στο Κλερμόν –Φεράν. Το 1706 εξέδωσε το Πρώτο βιβλίο κομματιών για κλαβεσέν, μια συλλογή από δέκα κομμάτια στα οποία συνέχιζε τυπικά τη γαλλική παράδοση του κλαβεσέν, που είχε τη βάση της στον Κουπρέν, εισάγοντας μια καινούρια περιγραφική ένταση και μια μεγαλύτερη ρυθμική ζωντάνια..
Ταυτόχρονα, εκείνα τα πρώτα χρόνια ο Ραμώ εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για τις θεωρητικές σπουδές. Το 1722 εξέδωσε την Πραγματεία για την Αρμονία που ωστόσο προκάλεσε μια σειρά από πολεμικές εξαιτίας των θεωριών που περιέιχε. Όπως και νάχει το πράγμα, οι συζητήσεις που προήλθαν από τις αρχές αυτές έδωσαν στον Ραμώ μια φήμη αρκετή για να του επιτρέψει να εγκατασταθεί στο Παρίσι όπου, συνεχίζοντας τη δραστηριότητα του οργανίστα, εξέδωσε μια δεύτερη συλλογή απόΚομμάτια για κλαβεσέν με μια μέθοδο (1724), μερικές καντάτες και το Νέο σύστημα θεωρητικής μουσικής (1726) στο οποίο έδινε έναν πιο ακριβή ορισμό για τις προηγούμενες θεωρίες.


Το μεγάλο πάθος του Ραμώ ήταν ωστόσο το θέατρο, αλλά οι ευκαιρίες του ξέφευγαν ως το 1731, όταν συνάντησε τον ιμπρεσάριο Α. Λα Πουπλινιέρ που του ανέθεσε να διευθύνει το ιδιωτικό μουσικό του συγκρότημα, ένα από τα περιφημότερα της Γαλλικής πρωτεύουσας, και λίγο μετά το παρουσίασε στον ίδιο τον Βολταίρο. Ο Ραμώ δέχθηκε μ’ ενθουσιασμό την πρόταση για μια όπερα: Σαμψών σε λιμπρέτο του ίδιου του Βολταίρου (που εμποδίστηκε από τη λογοκρισία και δεν ανέβηκε ποτέ στην σκηνή).
Πιο τυχερή ήταν η δεύτερη προσπάθεια: Ιππόλυτος και Αρικία, παρμένο από τη Φαίδρα του Ρακίνα και από τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη που ανάμεσα σε επιτυχίες και αμφισβητήσεις ανέβηκε στη σκηνή το 1733 (αναθεωρήθηκε το 1742) σημαδεύοντας την αρχή της καριέρας του Ραμώ στην όπερα.
http://www.youtube.com/watch?v=DF1pHsOLV_M (Άρια της Φαίδρας, πράξη ΙΙΙ σκηνή Α΄)

Από την πρώτη ήδη εκείνη εργασία, ο Ραμώ πρότεινε ένα τύπο θεάτρου που, δημουργημένο στην ίδια τυπική δομή του γαλλικού θεάτρου του Λουλύ, ξεπερνούσε σιγά σιγά το θεατρικό σχήμα του, χάρη σε μια πιο έντονη δραματική υφή. Στενότατος σε δραματικές μορφές ήταν ο δεσμός ανάμεσα σε παλκοσένικο και δράση, δεσμός που συχνά δεν υπήρχε στην παράδοση της εποχής. Η νέα αυτή θέση για τη όπερα, που προσδιορίστηκε στη συνέχεια στις όπερες Οι αριστοκρατικές Ινδίες (1735)
http://www.youtube.com/watch?v=TxCqXamU0Fw (Les fleurs Πράξη ΙΙΙ)

και Κάστωρ και Πολυδεύκης (1737 αναθεωρήθηκε 1754)
http://www.youtube.com/watch?v=36NnC4sgOOg (Πράξη Ι Άρια της Φαίδρας – απ’ τις πλέον γνωστές άριες)

προκάλεσε πολεμική ανάμεσα σε οπαδούς του Λουλύ και του Ραμω που έφτασε στο αποκορύφωμά της με την παρουσίαση του Δάρδανου (1739, αναθεωρήθηκε το 1744 και το 1760)
http://www.youtube.com/watch?v=reCeKLkIIZ8 (Πράξη ΙV άρια )

και ανάγκασε τον Ραμώ να εγκαταλείψει το θέατρο για μερικά χρόνια. Απασχολημένος με την πραγματεία Αρμονική γενιά, ο Ραμώ επέστρεψε στη σκηνή με την όπερα Η Πριγκίπισσα της Ναβάρα (1754)

σε λιμπρέτο του Βολταίρου, και τον ίδιο χρόνο με την κωμωδία Πλαταία

Το 1749 η όπερα Ζωροάστρης ενέτεινε τις πολεμικές εναντίον του

κι ο Ραμώ εγκατέλειψε για μια ακόμα φορά το θέατρο και ασχοληθηκε με τη θεωρία, που εμβάθυνε ακόμα περισσότερο κάτω από το προφίλ της φωνητικής τεχνικής. Η τελευταία του όπερα Παλαδίνοιανάγεται στο 1760.

Η όπερα Άβαροι ή Βορεάδες έμεινε ημιτελής.
Εκτός από την τεράστια θεατρική παραγωγή (33 όπερες, ανάμεσα στις οποίες και εκείνες που δεν παρουσιάστηκαν ποτέ) ο Ραμώ έγραψε 4 θρησκευτικά μοτέτα και 8 μη θρησκευτικές καντάτες. Από την οργανική παραγωγή του αναφέρουμε τις Νέες Σουίτες για κλαβεσέν (1728)

και τα Κομμάτια  κλαβεσέν για κοντσέρτο (1741)

έξι κομμάτια για κλαβεσέν και δυο όργανα (φλάουτο ή βιόλα και δεύτερο βιολί) καθώς και διάφορα κομμάτια για κλαβεσέν που ο Ραμώ έβαλε αργότερα στα θεατρικά του έργα.
Τα χορωδιακά του Ραμώ συγκρίνονται σε πλούτο, αρμονία και δραματικότητα με τα ορατόρια του Χαίντελ και τα πάθη του Μπαχ. Αναπτύσσονται με τον παραδοσιακό γαλλικό τρόπο, είτε σαν σπουδαία διακοσμητικά στοιχεία της ψυχαγωγίας ή σαν μέλη του ίδιου του δράματος.

Η δραματική ένταση της μουσικής του οφείλεται στο ευρύ πεδίο των αρμονιών του, την συχνή χρήση της συγχοδίας ελαττωμένης εβδόμης  (που οι οπαδοί του Λουλύ κατήγγειλαν σαν Ιταλική), την συγχορδία με έκτη, την μεγάλη ευρύτητα μετατροπιών που περιέκλειαν τονικότητες με πέντε ή περισσότερες αλλοιώσεις, στοιχεία που απέφευγαν οι σύγχρονοί του. Αδύναμοι να συλλάβουν την πορεία της αρμονίας του, οι σύγχρονοί του αποκαλούσαν τον Ραμώ «οινοπνευματοποιό των συγχορδιών» ένα όνομα, που πέρα από τον μειωτικό υπαινιγμό, παραμένει σε ισχύ μέχρι και σήμερα για τις συγχορδίες της εποχής του Μπαρόκ.

Με την υπέροχη αισθητική του ο Ραμώ κατάφερε την ενορχήστρωση πιο δεξιοτεχνικά απ’ οποιονδήποτε σύγχρονό του. Η σπουδαιότατη λειτουργία των οργάνων φωτίζει όχι μόνο τα συνεοδευόμενα ρετσιτατίβα του αλλά ειδικά τις πολυάριθμες προγραμματικές του συμφωνίες και εισαγωγές των οπερών του.. Η χρήση των ακραίων ρυθμικών σχημάτων απ’ τα όργανα της ορχήστρας με την ταυτόχρονη συγκράτηση των φωνητικών τμημάτων προσδίδει στην μουσική του τα πλέον δυναμικά μουσικο – δραματικά αποτελέσματα.

Τα έργα του για κλαβεσέν έχουν λεπτή δομή, ρυθμό, κομψότητα στην λεπτομέρεια. Το έργο του Ραμώ μπορεί να συνοψισθεί σε τρία επίπεδα. Στο ηρωικό, μεγαλειώδες ύφος των πρώτων του οπερών και μπαλέτων, είναι μια αντιπροσωπευτική προσωπικότητα της τελευταίας περιόδου της Μπαρόκ εποχής, συγκρίσιμος με τον Μπαχ και τον Χαίντελ. Οι ηρωικές του χροιές συνοδεύονται πάντα και μερικές φορές υποκαθιστώνται από τα χαρακτηριστικά Γαλλικά στοιχεία της καθαρότητας, της χάρης, της ταπεινότητας και της κομψότητας που τείνουν προς την τοπιακή περιγραφή. Σ’ αυτόν τον τομέα μπορεί να συγκριθεί με τον σύγχρονό του ζωγράφο Βαττώ. Τελικά, υπήρξε και φιλόσοφος όπως και συνθέτης, αναλυτής αλλά και δημιουργός. Εδώ μπορεί να συγκριθεί με τον σύγχρονό του Βολταίρο. Αυτά τα τρία επίπεδα δεν μπορούμε να τα διαχωρίσουμε αν θέλουμε ν’ αντιληφθούμε το έργο του Ραμώ ολοκληρωτικά. Ήταν μια από τις πιο σύνθετες αλλά και γόνιμες μουσικές προσωπικότητες του 18ου αιώνα.

Η καριέρα του Ραμώ στη γη δεν φαντάζει ίσως αξιοζήλευτη γι’ αυτούς που αναζητούν μόνο άμεση ικανοποίηση. Είχε περιόδους ταραχής και υπερέντασης,  επίπονης εργασίας,  διαμάχης και δεν αναδεικνύετο νικητής πάντα σ’ όλους αυτούς τους αγώνες που ανακατευόταν. Αλλά τον συγκρατούσε πρώτα απ’ όλα η συνείδηση της ευφυίας του και πάνω απ’ όλα η σταθερή συναναστροφή του με τον πιστό του σύντροφο που δεν τον πρόδωσε ποτέ, την μουσική.

Πηγές:
Oxford Music on Line (Grove music on line): Rameau
Julien Tiersot and Theodore Baker:  Rameau, Oxford Journals
A History of Western Music by D.J.Grout & C.V.Palisca
Music in the Baroque Era by M.F.Bukofzer







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου