Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

MΠΕΤΟΒΕΝ: ΗΡΩΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ


Η Τρίτη συμφωνία του Μπετόβεν αφιερώθηκε αρχικά στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Ο Μπετόβεν θαύμαζε το νέο σύνταγμα του Ναπολέοντα που βασιζόταν σε «αληθείς αρχές της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, στα ιερά δικαιώματα της ιδιοκτησίας, της ισότητας και της ελευθερίας». Αλλά όταν έφτασαν τα νέα ότι ο Ναπολέων ανακήρυξε τον εαυτό του Αυτοκράτορα (Μάιος 1804), ο Μπετόβεν δήλωσε με θυμό: « Ωστε κι αυτός δεν είναι τίποτε παραπάνω από έναν κοινό άνθρωπο. Τώρα θα βάλει κάτω απ’ την μπότα του όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και θα ικανοποιήσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες. Θα βάλει τον εαυτόν του πάνω απ’ όλους και θα γίνει ένας τύραννος»! Έπειτα, έσκισε την σελίδα όπου είχε γράψει την αφιέρωση «στον Βοναπάρτη» κι έγραψε άλλη δίνοντας τον τίτλο ΗΡΩΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ.

Η συμφωνία αυτή σε συνδυασμό με το κείμενο που φέρει τον τίτλο Heiligenstadt Testament δείχνει το βάθος της απελπισίας του συνθέτη που τον είχε φέρει στο χείλος της αυτοκτονίας. Η αγάπη του για την Μουσική και η αφοσίωση στην τέχνη του τον έσωσαν. Η μουσική του πήρε νέα τροπή και αναθεώρησε την ιδέα του κάλλους στην μουσική. Το κάλλος είναι η πλέον εκφραστική ενσωμάτωση του εσωτερικού κοσμου. Ο Μπετόβεν κατάφερε να μοιραστεί μαζί μας τις χαρές και λύπες του εσωτερικού του κόσμου στην μουσική του. Η Ηρωική του είναι ένα ξέσπασμα δημιουργικής ενέργειας που άλλαξε την συμφωνική μουσική.

Η αφιέρωση της συμφωνίας στον Βοναπάρτη εγκυμονούσε αρκετούς κινδύνους, σύμφωνα με τους αναλυτές. Ο Μπετόβεν έδειχνε καθαρά την προτίμησή του προς τις λαϊκές αρχές, ζώντας στην Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία. Είτε ο Βοναπάρτης παρέμενε ο «επαναστάτης» , είτε όχι η αφιέρωση αυτή θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση. Στην πρώτη περίπτωση, επειδή προτίμησε την Επανάσταση, στην δεύτερη – αν άφηνε την αφιέρωση – τότε έδειχνε προτίμηση προς την Γαλλική Αυλή...Και στις δυο περιπτώσεις θα έπρεπε να εγκαταλείψει την Βιέννη.

Η Ηρωική Συμφωνία τελικά αφιερώθηκε στον Πρίγκηπα Lobkovitz θαυμαστή και χορηγό του Μπετόβεν, αλλά και λάτρη των τεχνών με τον εξής τρόπο: Sinfonia Eroica, composta per festeggiare il Souvenire di un grand' Uomo,
E dedicata A Sua Altezza Serenissima
Il Principe di Lobkoviz da Luigi van Beethoven,
Op. 55 No. III. delle Sinfonie.

Ακολουθούν βίντεο με τα μέρη της Συμφωνίας

Ο Franz Liszt έχει κάνει μεταγραφή για πιάνο το πρώτο μέρος της Ηρωικής
δεύτερο μέρος
τρίτο μέρος
τέταρτο μέρος

Η Ηρωική Συμφωνία γυρίστηκε τλεοπτική ταινία το 2003 για λογαριασμό του BBC με σκηνοθέτη τον Simon Cellar Jones και αναφέρεται στην πρώτη της εκτέλεση στην Βιέννη στις 9 Ιουνίου 1804.


Πηγές (μερικές απ' τις αμέτρητες)


Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

ΘΥΜΑΜΑΙ


Θυμάμαι τότε που πίστεψα ότι η φιλία μας ήταν αγνή κι αμοιβαία. Ήταν τότε που λαχταρούσα να σου μιλήσω, να σε δω, να επικοινωνήσω. Σου έδινα το μέσα της ψυχής μου, έτσι γυμνό κι ατόφιο όπως τόνιωθα κρυμένο γιατί ήθελα να δεις αυτό που δεν έβλεπε κανείς άλλος. Νόμιζα ότι κι εσύ έτσι σκεπτόσουν, ότι αυτό που μου έδινες ήταν η δική σου γυμνή ψυχή, που σαν εύθραυστο κρύσταλλο την λογάριαζα και την πρόσεχα.
Θυμάμαι που σε κύττταζα στα μάτια και νόμιζα ότι αυτό που έβλεπα ήταν η αλήθεια σου, η φιλία σου κι η ευθύτητά σου. Όταν το αδιόρατο μειδίαμα, η φευγαλέα σκιά που πέρναγε και δεν ήθελα να πιστέψω, θυμάμαι που σε ρώταγα τι σε απασχολούσε κι άλλαζες συζήτηση. Χαμογελούσες και μούλεγες ότι κάποιος πόνος στην πλάτη  σε αποσπούσε. Συνέχιζα να σε κυτττάω στα μάτια, να σου μιλάω ρουφώντας το βλέμμα σου και το άρωμα των μαλλιών σου. Με μια βαθιά ανάσα έδιωχνες την σκοτεινιά σου κι εγώ ησύχαζα.
Θυμάμαι πόσο ήθελα να σε συναντήσω όταν με κυρίευε παγωνιά κι ανασφάλεια γιατί εσύ πάντα είχες τον τρόπο να με καθησυχάσεις και με αγάπη να μου πεις  ότι κι αυτό θα περάσει κι η Ανατολή θα έλθει αύριο σίγουρα.
Θυμάμαι κι εκείνη τη φορά που ένα δάκρυ μου κύλησε στο μάγουλο και τρυφερά το σκούπισες με τα δάχτυλά σου, κι ενιωσα την ζεστή παλάμη σου στο δέρμα μου να  δηλώνει πίστη κι αγάπη, συμπόνοια κι άδολη φιλία.
Θυμάμαι τα μονοπάτια που περπατούσαμε μαζί, με συντροφιά τις λέξεις μας που ακούγονταν σαν ήχοι χρυσοί από φλάουτα μαγεμένα ώσπου άρχισαν να βουίζουν στ’ αυτιά μου σαν απόμακροι κρότοι πολέμου που δεν ήθελα να πιστέψω.
Θυμάμαι εκείνη τη μοιραία στιγμή που ένιωσα ότι εσύ με χρησιμοποίησες, με εξαγόραζες χωρίς να το καταλαβαίνω. Τα ρυάκια της ύπαρξής μου άρχισαν να ξεχειλίζουν, οι φωνές μέσα μου έγιναν κραυγές λαβωμένου ζώου μέχρι που έγιναν βογκητά. Ένα πελώριο κύμα αόρατης απειλής άρχισε να με καλύπτει και θυμάμαι ότι ήθελα να πιαστώ από κάπου να σωθώ, να μην πνιγώ μέσα στο ίδιο μου το κέλυφος. Δεν υπήρχε τίποτε παρά μόνο εσύ που συνέχιζες να με κυτττάς παίζοντας ακόμη θέατρο. Δεν είχες καταλάβει ότι ήξερα το παιχνίδι σου πλέον. Σε άφηνα να κατρακυλάς τον κατήφορο  που είχες επιλέξει για δρόμο σου.
Θυμάμαι ότι μέσα μου πονούσα που τώρα το θέατρο το έπαιζα εγώ, που σούδινα μια ψεύτρα ψυχή και πίστη. Μέσα μου ήθελα κι εσύ να πονέσεις πιο πολύ και είχα την ανύπαρκτη ελπίδα ότι θα  σταματήσεις τον κατήφορο και με δυσκολία θ’ ανέβεις πάλι στην κορφή που φύλαγα για σένα.
Εσύ, όμως, συνέχιζες να κατρακυλάς όλο και πιο γρήγορα και να με ματώνεις, να με κυττάς σαν ερπετό που σέρνεται. Τότε με μανία σε δάγκωσα κι έσταξα το δηλητήριό μου στο αίμα σου αφήνοντας τα σημάδια μου πάνω στο δέρμα σου ώσπου κάτω κι οι δυο ατενίζοντας τον ουρανό αφήσαμε το μίσος να νικήσει και να σκοτώσουμε την φιλία μας.

Άζη Γουζίου

Ένα βράδυ του Οκτώβρη

Ένα βράδυ του Οκτώβρη





Τα δάση είναι αποδυναμωμένα και μόνα
Οι ουρανοί είναι έτοιμοι για το χιόνι
Η Σελήνη είναι παγωμένη στον Ουρανό
Και τα χόρτα είναι σκοτεινά κάτω στη γη

Οι βάλτοι με τις καλαμιές αναπνέουν
Μια ομίχλη απ' τη λιμνούλα μακριά
Και πεισματικά κλωθογυρίζει η Καφέ Αρκούδα
Κάτω απ' το χλωμό Πολικό Αστέρι

Δεν υπάρχει ποτέ μια φωνή στον ουρανό
Ούτε ποτέ ένας ήχος στη γη
Όπου τα φαντάσματα του χειμώνα να αυξάνονται
Πάνω απ' τη χλωμή περίμετρο της νύχτας

Υπάρχει ύπνος και θάνατος στη σιωπή
Υπάρχει τόσο σφοδρό μίσος στους ανέμους
Και η αστραπή της μεγάλης σπάθινης λεπίδας του βορρά
Κάνει κύκλους με την σκληρή γυαλάδα της

Ο κόσμος γερνάει και παγώνει
Το πρόσωπο της Αγάπης ισχνό και χλωμό
Και ο θάνατος είναι ευγενικός στους κουρασμένους
Που κοιμούνται στο βορρά απόψε

William Wilfred Campbell (1858-1918/Ontario)
μετάφρ. Άζη Γουζίου

φωτογραφία Tommy Eliassen 


Το χέρι που υπέγραψε το έγγραφο




Το χέρι που υπέγραψε το έγγραφο κρεούργησε μια πόλη
Πέντε κυρίαρχα δάχτυλα φορολόγησαν την ανάσα
Διπλασίασαν τον κόσμο των νεκρών κι άφησαν μισή μια χώρα
Αυτοί οι πέντε βασιλιάδες έχρισαν βασιλιά τον θάνατο

Το πανίσχυρο χέρι οδηγεί σ' ένα κεκλιμένο ώμο
Οι αρθρώσεις των δαχτύλων στριμώχνονται με κιμωλία
Η πένα μιας χήνας τέλειωσε σε φόνο
Κι έτσι έβαλε τέλος στις συζητήσεις

Το χέρι που υπέγραψε τη συνθήκη ανέβασε πυρετό
Κι έπεσε λιμός κι ήλθαν ακρίδες
Μεγάλο είναι το χέρι που κυριαρχεί πάνω
Στον άνθρωπο μ' ένα γραμμένο όνομα

Οι πέντε βασιλιάδες μετρούν τους νεκρούς, αλλά δεν μαλακώνουν
Την ξεραμένη πληγή, ούτε αγγίζουν το μέτωπο
Ένα χέρι διευθύνει τον οίκτο όπως ένα χέρι διευθύνει τον ουρανό
Τα χέρια δεν έχουν δάκρυα να ρέουν

Dylan Thomas (27 Οκτωβρίου 1904 - 9 Νοεμβρίου 1953/Swansea/Wales)

μετάφρ. Άζη Γουζίου 

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ (απόσπασμα)

ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ (απόσπασμα)
[...]
Ποιες ρίζες αρπάζονται σαν νύχια γαμψά, ποια κλαδιά φυτρώνουν
Μέσα απ’ αυτά τα πέτρινα σκουπίδια; Γιε του ανθρώπου,
Δεν μπορείς να πεις ή να μαντέψεις, γιατί έχεις δει μόνο
Μια στοίβα σπασμένα είδωλα, από τη μεριά που κτυπάει ο ήλιος,
Και το νεκρό δέντρο δεν προσφέρει καταφυγή, ούτε το τριζόνι ανακούφιση,
Ούτε η στεγνή πέτρα ήχο νερού. Σκιά υπάρχει μόνο
κάτω από αυτόν τον κόκκινο βράχο.
(Έλα στη σκιά του κόκκινου βράχου!)
Κι εγώ θα σου δείξω κάτι διαφορετικό, και
από τον ίσκιο σου που περπατάει ξωπίσω σου το πρωί,
και από τον ίσκιο σου το απομεσήμερο που μεγαλώνει για να σε βρει,
Θα σου δείξω τον φόβο μέσα σε μια χούφτα σκόνη.
[...]
Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ (απόδοση Σάκης Τόλτης)


Claudio Monteverdi (δ΄συνέχεια τελευταία)

Το Όγδοο Βιβλίο Μαδριγαλιών με τον τίτλο Madrigali guerrieri et amorosi είχε σαν πρόλογο το παρακάτω κείμενο του ίδιου του Μοντεβέρντι:

"Έχω συλλογιστεί ότι τα κύρια πάθη ή επιδράσεις του μυαλού μας είναι τρία, δηλαδή, οθυμός, η μετριότητα και η ταπεινότητα ή ικεσία. Αυτό δηλώνουν οι καλύτεροι φιλόσοφοι και η βαθιά φύση της φωνής μας το υποδεικνύει όταν έχουμε υψηλό, χαμηλό και μεσαίο ύψος. Η τέχνη της μουσικής επίσης ταυτίζει καθαρά σ' αυτά τα τρία στους όρους της "ταραγμένο", "μαλακό" και "μέτριο" [concitato, molle και temperato]. Σ' όλα τα έργα προηγούμενων συνθετών έχω βρει πραγματικά παραδείγματα του "μαλακού" και του "μέτριου" αλλά ποτέ του "ταραγμένου", ένα γένος που ωστόσο περιγράφεται απ' τονΠλάτωνα στο τρίτο βιβλίο της Ρητορικής του [για την ακρίβεια στην Πολιτεία 399α] μ' αυτά τα λόγια: "Πάρτε αυτή την αρμονία που ταιριαστά θα μιμείτο τις ομιλίες και τους τόνους ενός γενναίου άνδρα που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση". Κι εφ' όσον ήμουν πεπεισμένος ότι τα αντίθετα είναι εκείνα που κινούν το μυαλό μας περισσότερο, και ότι αυτός είναι ο σκοπός που η καλή μουσική θα έπρεπε να έχει -- όπως ισχυρίζεται οBoethius λέγοντας: " Η Μουσική σχετίζεται με μας και είτε εξευγενίζει είτε διαφθείρει τον χαρακτήρα" γι' αυτό τον λόγο έχω τάξει τον εαυτό μου με επιμέλεια και μεγάλο μόχθο να ξανα-ανακαλύψω αυτό το είδος.

Αφού συλλογίστηκα ότι σύμφωνα με τα λεγόμενα των καλύτερων φιλοσόφων ο ταχύς πύρρειος ρυθμός χρησιμοποιήθηκε για ζωηρούς και πολεμικούς χωρούς και ο αγρός σπονδειακός ρυθμός για τα αντίθετά τους, θεώρησα το ολόκληρο, και πρότεινα ότι ένα και μοναδικό ολόκληρο θα αντιστοιχούσε σε μια σπονδειακή κίνηση. Όταν αυτό διαιρέθηκε σε δεκάξι δέκατα έκτα που ακούγονται το ένα μετά το άλλο και συνδυάζονται με λόγια που εκφράζουν θυμό και περιφρόνηση, ανακάλυψα ότι σ' αυτό το πρόχειρο παράδειγμα ενυπάρχει μια ομοιότητα με το πάθος που έψαχνα, αν και οι λέξεις δεν ακολουθούσαν μετρικά την ταχύτητα του οργάνου.

Για ν' αποκτήσω μια καλύτερη απόδειξη έλαβα τον θείο Tasso σαν ποιητή που εκφράζεται με την πιο μεγάλη ορθότητα και φυσικότητα των ποιοτήτων που θέλει να εκφράσει και επέλεγε την περιγραφή της μάχης του Tancred και τη Clorinda σαν ευκαιρία να περιγραφούν στην μουσική αντίθετα συναισθήματα, δηλαδή, πόλεμο και μάχες και θάνατο. Το έτος 1624 κατάφερα να παρουσιάσω αυτή την σύνθεση στον ευγενικό οίκο του ξεχωριστού και φιλτάτου μου προστάτου, του πλέον Επιφανούς και Άριστου Κυρίου Girolamo Mocenigo, έναν διαπρεπή αξιωματούχο στην υπηρεσία της πιο Γαλήνιας Δημοκρατίας κι έγινε δεκτή απ' τους πιο ευγενείς πολίτες της Αριστοκρατικής Βενετίας με πολλά χειροκροτήματα και επαίνους...

Η δική μου επανανακάλυψη του πολεμικού γένους μου έδωσε την ευκαιρία να γράψω ορισμένα μαδριγάλια που τα ονόμασα guerrieri. Και αφού η μουσική παίζεται ενώπιον των μεγάλων πριγκήπων στις αυλές τους για να ευχαριστήσει το λεπτό τους γούστο είναι τριών ειδών σύμφωνα με την μέθοδο της εκτέλεσης --- θεατρική μουσικήμουσική δωματίουκαι χορευτική μουσική --- τα έχω υποδηλώσει στο παρόν έργο μου με τους τίτλους guerriera, amorosa και rappresentativa."

Αν ποτέ ένα  βιβλίο μαδριγαλιών χρειαζόταν κάποια επεξήγηση θα ήταν αυτό. Μας προβληματίζει ακόμη και σήμερα. Ίσως προβλημάτισε και τους σύγχρονους του Μοτεβέρντι αρκετά. Αντί για την συνηθισμένη μουσική δωματίου για λίγες φωνές και όργανα αυτό περιέχει μερικά μεγάλα χορωδιακά έργα και τρία δραματικά ( ένα, ένα μπαλέτο που είχε γραφεί 30 χρόνια νωρίτερα) καθώς και ντουέτα και τρίο. Έπειτα η οργάνωση σε μαδριγάλια πολέμου και αγάπης είναι μοναδική. Όλα τα μαδριγάλια (λίγο ως πολύ) έχουν σαν θέμα την αγάπη: αλλά σαν τί μοιάζουν τα πολεμικά μαδριγάλια; Δεν υπάρχει αμφιβολία γιατί αυτός ο τόμος δεν επανεκδόθηκε.

Θα μπορούσαμε να απορρίψουμε το πολεμικό μέρος του τόμου σαν σκεπτικές συνθέσεις που ήθελαν να δείξουν κάποια θεωρία αν δεν υπήρχαν δυο πράγματα. Το ένα ειναι ότι στον Μοντεβέρντι πάντα άρεσαν συγκεκριμένες ιδέες στους στίχους που προσπαθούσε να τις βάλει σε  ρελαιστική μουσική. Έπειτα η πολεμική μουσική δεν ήταν κάτι νέο, αν και ίσως το ακροατήριο του 1620 και 1630 δεν θυμόταν. Τον δέκατο έκτο αιώνα υπήρχε μόδα για τραγούδια της μάχης, που είχε αρχίσει απ' τον Jannequin με την Μάχη του Μαρινιάν (Le Bataille de Marignan). Το δεύτερο μισό του αιώνα η μόδα είχε φτάσει στην Βενετία και δυο απ' τους μουσικούς του Αγ. Μάρκου, ο Padovano και ο Andrea Gabrieli έγραψαν οργανικά κομμάτια που ονομάστηκαν άριες πολέμου (arie della battaglia) για την Βενετσιάνικη μπάντα πνευστών. Σαλπίσματα και πολεμικές επικλήσεις διαφόρων ειδών υπήρξαν τα θέματα αυτής της μουσικής που απετέλεσε ένα είδος στοιχειώδους ρεαλισμόυ. Και αυτά τα κομμάτια είχαν τεράστια απήχηση στα 1590. Ο Μοντεβέρντι πρέπει να τα γνώριζε αλλά χρησιμοποίησε τις μεθόδους τους αφού τις είχε μελετήσει ο ίδιος σε βάθος.

"Η μεγαλύτερη φήμη που μπορεί να έχει κάποιος άνθρωπος στην γη". Μ' αυτά τα λόγια κατάφερε να επαναφέρει στην Μάντοβα τον  Μοντεβέρντι ο Φολλίνι. Η δημοτικότητα που έχει ένας συνθέτης στην ζωή του αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο αυτός παρουσιαζόταν στους συγχρόνους του. Μια δημοτικότητα που στην περίπτωση του Μοντεβέρντι συνεχίστηκε και μετά τον θάνατό του.

ΠΗΓΕΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑ:
Denis Arnold: Monteverdi
Manfred F. Bukifzer: Music in the Baroque Era
Donald Jay Grout & Claude V. Palisca: A History of Western Music
Eγκυκλοπαίδεια της Παγκόσμιας Μουσικής
Ένθετο από Βινύλιο με τον τίτλο:Monteverdi Madrigals (Hungaroton)
Διάφορα λήμματα από το διαδίκτυο



Claudio Monteverdi (γ΄συνέχεια)

Το Κοντσέρτο (όπως ο Μοντεβέρντι τιτλοφόρησε το Έβδομο Βιβλίο Μαδριγαλιών) δημοσιεύθηκε πέντε χρόνια μετά την εμφάνιση του Έκτου Βιβλίου. Παρουσιάζει μιαξεκάθαρη διάσταση απ' τις προηγούμενες εκδόσεις του Μοντεβέρντι: εδώ το μαδριγάλι έχει μεταμορφωθεί ή, ίσως θα ήταν καλύτερα να πούμε ότι έχει εξαφανισθεί, τουλάχιστον στην μορφή που το αναγνωρίζαμε μέχρι τότε. Απ' τις 32 συνθέσεις δεν υπάρχει ούτε ένα πεντάφωνο μαδριγάλι, μόνο κομμάτια για μια ή τέσσερις φωνές, όλες οι συνθέσεις με basso continuo, μερικές με βιολιά καθώς και κάποια έργα που μπορούν να χαρακτηρισθούν "πειραματικά". Η ετερογενής φύση αυτής της συλλογής οδήγησε τον Μοντεβέρντι να χρησιμοποιήσει τον τίτλο 'Κοντσέρτο".
Μερικά μαδριγάλια απ' το Έβδομο Βιβλίο

To Όγδοο Βιβλίο Μαδριγαλιών τελειώνει ένδοξα την σειρά αυτή. Όπως και τα άλλα δεν είναι ποτέ ξεκάθαρο της εποχής, ή τεχνητά δύσκολο ή πειραματικό. Είναι αδύνατο να αναλύσουμε το μαδριγάλι σαν ενιαίο τύπο διότι ο Μοντεβέρντι κατάφερε να το προσαρμόσει σε μια ποικιλία σκοπών. Και δεν είναι καθόλου βολικό να ονομάσουμε όλα αυτά τα ύστερα έργα καντάτες, λες και ήταν εντελώς διαφορετικά απ' την προηγούμενη μουσική. Είναι επίσης ανεπιτυχές να θεωρήσουμε ότι η εξέλιξη του Μοντεβέρντι είναι στην πραγματικότητα η εξέλιξη όλης της μουσικής για πάνω πάνω από μισό αιώνα. Υπάρχει μια αρχή που πληροφορεί όλα τα μαδριγάλια του Μοντεβέρντι. Θα το ονόμαζε "μίμηση". Εμείς μπορούμε να το αποκαλέσουμε πίστη στην αλήθεια της ποίησης.  Τον δίδαξε στις Ακαδημίες της Μάντοβας, δεν την λησμόνησε ποτέ, ακόμη κι όταν οι νεώτεροι σύγχρονοί του δεν νοιάστηκαν γι' αυτήν καθόλου. Τον έκανε να πάρει στα σοβαρά το μαδριγάλι μέχρι το τέλος της ζωής του, ακόμη και στις πιο ελαφρές καντσονέτες και άριες. Στο μαδριγάλι υπήρχε ελευθερία να επιλέξει τους στίχους που η μουσική θα ενίσχυε,  ώστε να δώσει ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία απ' αυτήν που ήταν δυνατόν να υπάρξει στην όπερα, πολύ λιγότερη όμως στην θρησκευτική μουσική. Για τα μαδριγάλια του ο Μοντεβέρντι αξίζει τον περήφανο τίτλο: ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΗΣ

Μερικά από τα μαδριγάλια του Όγδοου Βιβλίου

ΠΗΓΕΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑ:
Denis Arnold: Monteverdi
Manfred F. Bukifzer: Music in the Baroque Era
Donald Jay Grout & Claude V. Palisca: A History of Western Music
Eγκυκλοπαίδεια της Παγκόσμιας Μουσικής
Ένθετο από Βινύλιο με τον τίτλο:Monteverdi Madrigals (Hungaroton)
Διάφορα λήμματα από το διαδίκτυο






Claudio Monteverdi (β΄συνέχεια)

Το Τέταρτο Βιβλίο Μαδριγαλιών του Μοντεβέρντι δημοσιεύθηκε στην Βενετία απ' τον Ricciardo Amadino το 1603, έντεκα χρόνια μετά την τελευταία έκδοση κάποιας δουλειάς του. Αυτή η περίοδος έχει συχνά μελετηθεί απ' τους σχολιαστές του Μοντεβέρντι και φαίνεται ιδιαίτερα μακρόχρονη για έναν συνθέτη που οι προηγούμενες δουλειές του εμφανίζονταν με διαστήματα όχι μεγαλύτερα των δυο ή τριών ετών.  Η πρωτοτυπία του Τρίτου Βιβλίου το 1592 είχε κάνει τεράστια επιτυχία και μέχρι το 1644 αυτό το Τέταρτο Βιβλίο είχε επανεκδοθεί επτά φορές στην Ιταλία και στο εξωτερικό. Ποιές ήταν λοιπόν οι αιτίες αυτού του μεγάλου κενού; Διάφορα γεγονότα στην ζωή του Μοντεβέρντι ίσως φταίνε γι' αυτή την καθυστέρηση. Το 1594 τέσσερις απ' τις καντσονέτες του εμφανίστηκαν σε μια ανθολογία. Το επόμενο έτος έφυγε για την Ουγγαρία με τον Δούκα Vincenzo Gonzaga.Κατά την επιστροφή του στην Μάντοβα ανακάλυψε ότι η πόλη τον είχε προδώσει, δίνοντας τον περίοπτο ρόλο του μαέστρου di cappella, έχοντας χηρέψει απ'τον θάνατο του Wert, στον συνθέτη Benedetto Pallavicino. Έτσι στράφηκε στον Δούκα της Φερράρα, μιας πόλης με πολιτιστική και καλλιτεχνική δράση. Δυστυχώς ήταν άτυχος κι εκεί καθώς και στην Βερόνα και στο Μιλάνο.Επί πλέον, οι εκτελέσεις των νέων μαδριγαλιών του Μοντεβέρντι τον οδήγησαν σε μεγάλη αντίθεση με τον θεωρητικό  Giovanni Maria Artusi, έναν επιθετικό και δύσκαμπτο υπερασπιστή των παραδοσιακών κανόνων της μουσικής και της σύνθεσης, που ήταν βίαια αντίθετος σε όποια προσπάθεια εναντίωσης τους.Ενώ καλά κρατούσε ο πόλεμος μεταξύ του παλιού και του νέου ο Δούκας της Μάντοβας αφιέρωσε τις προσπάθειές του σε μια παρουσίαση του Il Pastor fido του Guarini, κάτι που ξέρουμε ότι υπήρξε υπέροχη οπτικά χωρίς να έχουμε όμως κάποια αναφορά για την μουσική . Το 1599 πρόσφερε μια νύφη στον Μοντεβέρντι, την αγαπημένη του τραγουδίστρια  Claudia Cattaneo,  που ίσως υπήρξε κι ερωμένη του. Ο συνθέτης τότε τον συνόδευσε σ' ενα ταξίδι στην Φλάνδρα, όπου λέγεται ότι συνάντησε τον Ρούμπενς. Ο ζωγράφος συνέχισε να δουλεύει τια την οικογένεια  Gonzaga κατά τα επόμενα χρόνια. Τα έτη 1601 και 1602 ήταν τα πιο ευτυχισμένη στην ζωή του Μοντεβέρντι: έγινε πατέρας και λίγα χρόνια μετά αφού πέθανε  ο Pallavicino  έγινε “Maestro della musica deserenissimo signor duca di Mantova" όπως έγραψε στη εξώφυλλο του Τέταρτου Βιβλίου. Αυτό είχε σαν συνέπεια να γίνει πολίτης της πόλης της Μάντοβας και να του δοθεί οίκημα στο Παλάτι του Δούκα. Από τότε κι έπειτα ήταν υπεύθυνος για όλες τις μουσικές δραστηριότητες της Αυλής εκτός από εκείνες του παρεκκλησίου του Δούκα που παρέμειναν στην ευθύνη του Giacomo Gastoldi. Η αφιέρωση του Τέταρτου Βιβλίου είναι μια διπλωματική κίνηση. Αφιερώθηκε στην Ακαδημία της Φερράρα που ιδρύθηκε το 1601 σαν φόρος τιμής στο καλλιτεχνικό περιβάλλον εντός του οποίου τα μαδριγάλια παρουσιάζονταν και, έμμεσα, στην Μάντοβα και στον Vincenzo, ένα απ' τα πλέον διαπρεπή μέλη της Ακαδημίας.
Mερικά απ' τα μαδριγάλια του Τέταρτου Βιβλίου


Το Πέμπτο Βιβλίο Μαδριγαλιών  του Μοντεβέρντι αντιπροσωπεύει την μουσική καινοτομία για την οποία είναι γνωστός ο συνθέτης. Το Πέμπτο Βιβλίο Μαδριγαλιών είναι ένα δραματικό μαδριγάλι, μισό δράμα και μισό μουσική παράσταση. Οι συνθέσεις του Μοντεβέρντι παρήγαγαν αξιοσημείωτα καλλιτεχνικά και φιλολογικά σχόλια και το Πέμπτο Βιβλίο δεν θα ήταν εξαίρεση. Aν και χλευάστηκε απ' τους παραδοσιακούς, το Πέμπτο Βιβλίο έγινε αποδεκτό με ενθουσιασμό απ'το κοινό και τους συναδέλφους του που εκτίμησαν την αρμονία του και την δραματική του έκφραση.Εκδόθηκε λίγο πριν γράψει ο Μοντεβέρντι τον Orfeo, και είναι μια πιλοτική συλλογή που περικλείει συγκερασμό των Μαδριγαλιών της Αναγέννησης με αυτά που ξεπροβάλλουν στο Μπαρόκ.
Μερικά Μαδριγάλια του Πέμπτου Βιβλίου


To Έκτο Βιβλίο Μαδριγαλιών ήταν το πρώτο βιβλίο που εκδόθηκε μετά απ' τις όπερες εποχής La Favola d' Orfeo και L' Arianna, και Vespro della Beata Vergine το 1614. Τα μαδριγάλια για πέντε φωνές, κοιτούν προς τα πίσω στο παλιό ύφος της δουλειάς του πριν απ' τις όπερες, και μ' αυτή την έννοια είναι το κύκνειο άσμα του σ' αυτή την φάση της συνθετικής ζωής του. Το Έκτο Βιβλίο θεματικά παρουσιάζει την απώλεια και την θλίψη αλλά και την ανάγκη να φύγουμε απ' το παρελθόν. Τα πρώτα τέσσερα μαδριγάλια είναι μια πολυφωνική επεξεργασία του Lamento d' Arianna, απ' την όπερα, ενώ η υπόλοιπη παρτιτούρα έχει χαθεί. Ο θρήνος αναφέρεται σαν το πιο δημοφιλές κομμάτι μουσικής της εποχής. Ένας σύγχρονος του Μοντεβέρντι ανέφερε "δεν υπάρχει σπίτι που να έχει είτε τσέμπαλο είτε λαούτα και να μην διαθέτει επίσης κι ένα αντίγραφο αυτού του θρήνου".'Αλλα έξι μαδριγάλια αποτελούν ένα σύνολο με τον τίτλο  "Sestina: Lacrime d'amante al sepolcro dell'amata," σαν μνημόσυνο της γυναίκας του συνθέτη που είχε πεθάνει το 1607.

Mερικά μαδριγάλια του Έκτου Βιβλίου

ΠΗΓΕΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑ:
Denis Arnold: Monteverdi
Manfred F. Bukifzer: Music in the Baroque Era
Donald Jay Grout & Claude V. Palisca: A History of Western Music
Eγκυκλοπαίδεια της Παγκόσμιας Μουσικής
Ένθετο από Βινύλιο με τον τίτλο:Monteverdi Madrigals (Hungaroton)
Διάφορα λήμματα από το διαδίκτυο















Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

AMY MARCY CHENEY BEACH

Η Amy Marcy Cheney Beach (5 Σεπτεμβρίου, 1867 - 27, Δεκεμβρίου 1944) ήταν μια Αμερικανίδα συνθέτρια και πιανίστα. Ήταν η πρώτη επιτυχημένη αμερικανίδα γυναίκα συνθέτρια μεγάλων έργων της μουσικής τέχνης. Οι περισσότερες από τις συνθέσεις της κι εκτελέσεις της ήταν κάτω από το όνομα κα HHA Beach.
Η Beach γεννήθηκε ως Amy Marcy Cheney στο Henniker, Νιού Χάμσαιρ σε μια διακεκριμένη οικογένεια της Νέας Αγγλίας. Παιδί θαύμα, ήταν σε θέση να τραγουδήσει σαράντα μελωδίες με ακρίβεια από την ηλικία ενός έτους. Από την ηλικία των δύο μπορούσε να αυτοσχεδιάσει ένα απάντηση σε οποιαδήποτε μελωδία της τραγουδούσε η μητέρα της, η ίδια έμαθε μόνης της να διαβάζει σε ηλικία τριών ετών, και άρχισε να συνθέτει απλά βαλς στην ηλικία των τεσσάρων ετών . Άρχισε επίσημα μαθήματα πιάνου με τη μητέρα της στην ηλικία των έξι, και ένα χρόνο αργότερα άρχισε να δίνει δημόσια ρεσιτάλ, παίζοντας έργα των Handel, Beethoven, Chopin, και δικά της κομμάτια της.
Το 1875, η οικογένεια Beach μετακόμισε στη Βοστώνη, όπου τους συνεβούλευσαν να την γράψουν σ’ ένα Ευρωπαϊκό Ωδείο. Οι γονείς της επέλεξε, την πρόσληψη του Ernst Perabo και αργότερα του Carl Baermann ως καθηγητές πιάνου. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων, η Amy έλαβαν την μόνη τυπική εκπαίδευσή της στη σύνθεση με τον Junius W. Hill, με τον οποίοσπούδασε αρμονία και αντίστιξη για ένα χρόνο. Εκτός από αυτό το έτος της εκπαίδευσης, η Amy ήταν αυτοδίδακτη. Συχνά μάθαινε μέσα από τη μελέτη κλασσικών κομματιών, όπως του Μπαχ το Καλο-Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο.
Η Beach έκανε το επαγγελματικό ντεμπούτο της στη Βοστόνη το 1883, παίζοντας το Rondo του Chopin στην μι ύφεση και το κοντσέρτο του Moscheles σε σολ ελάσσονα. Λίγο μετά εμφανίστηκε ως σολίστ με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης. Μετά το γάμο της το 1885 με τον Δρ Henry Harris Aubrey Beach - έναν χειρουργό της Βοστώνης 24 χρόνια μεγαλύτερό της - συμφώνησε να περιορίσει τις εμφανίσεις της στο κοινό μια φορά το χρόνο, και τα έσοδα να γίνονται δωρεά για φιλανθρωπικό σκοπό. Ακολουθώντας την επιθυμία του συζύγου της, αφοσιώθηκε στη σύνθεση. Πρώτη μεγάλη επιτυχία της ήταν η Λειτουργία στο μι-ύφεση μείζονα, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1892 από την Ένωση Handel και Haydn. Η πετυχημένη παράσταση της Λειτουργίας ανέβασε την Beach στον κατάλογο των πιο μεγάλων συνθετών της Αμερικής. Συνέθεσε το Jubilate ( αγάλλομαι) για την αφιέρωση του Κτιρίου της Γυναίκας στην Κολομβιανή έκθεση το 1893.
Μετά το θάνατο του συζύγου της το 1910, η Beach περιόδευσε στην Ευρώπη για τρία χρόνια ως πιανίστα, παίζoντας δικές της συνθέσεις. Ήταν αποφασισμένη να δημιουργήσει μια φήμη εκεί τόσο ως ερμηνεύτρια όσο και ως συνθέτρια. Επέστρεψε στην Αμερική το 1914, όπου έζησε στην Αποικία ΜακΝτάουελ στο Peterborough, New Hampshire. Το 1915, έγραψε Δέκα Εντολές για νέους συνθέτες, όπου εξέφραζε πολλές από τις αυτο-δίδακτες αρχές της. Η Beach αργότερα μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου έγινε η κατ’ ουσίαν επίσημη συνθέτρια στην Επισκοπική Εκκλησία του Αγίου Βαρθολομαίου στη Νέα Υόρκη. Χρησιμοποίησε την ιδιότητά της ως η κορυφαία αμερικανίδα γυναίκα - συνθέτρια για την προώθηση της σταδιοδρομίας των νέων μουσικών. Υπηρετεί ως επικεφαλής των διαφόρων οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης και της Ένωσης των Αμερικανίδων γυναικών συνθετριών. Η καρδιοπάθεια οδήγησε στη συνταξιοδότηση την Beach το 1940 και στο θάνατό της στη Νέα Υόρκη το 1944.
Μέλος της «Δεύτερης Σχολής της Νέας Αγγλίας" ή του "Όμιλου Βοστώνης," αυτή είναι η μοναδική γυναίκα που βρίσκεται μαζί με συνθέτες όπως John Knowles Paine, Arthur Foote,George Chadwick, Edward MacDowe, George Whiting, και Horatio Parker . H Γραφή της έχει  κυρίως ένα ρομαντικό ιδίωμα, συχνά σε σύγκριση με εκείνη των Μπραμς και Ραχμάνινοφ. Σε μεταγενέστερα έργα της, που πειραματίστηκε, απομακρύνεται από τονικότητα χρησιμοποιώντας απασχολούν ολοτονικές κλίμακες και πιο εξωτικέ αρμονίες και τεχνικές.
Οι συνθέσεις της Beach περιλαμβάνουν τη Θεία Λειτουργία στο μι-ύφεση μείζονα (1892), την Gaelic Symphony (1896), μια σονάτα για βιολί, ένα κοντσέρτο για πιάνο, Παραλλαγές σε Βαλκανικά Θέματα, ένα κουιντέτο για πιάνο, διάφορα χορωδιακά και μουσικές συνθέσεις μουσικής δωματίου, μουσική πιάνου, περίπου 150 τραγούδια και την όπερα Cabildo (1932).
Τα θρησκευτικά χορωδιακά έργα της περιλαμβάνουν μουσική του Te Deum που η πρώτη εκτέλεση έγινε από την χορωδία των ανδρών και αγοριών στην Επισκοπική Εκκλησία Εμμανουήλ στη Βοστώνη, Άσμα του Ήλιου του Αγίου Φραγκίσκου να παρουσιάζεται για πρώτη φορά στον Αγίου Βαρθολομαίο στη Νέα Υόρκη, και μια ντουζίνα άλλα κομμάτια, που ερευνήθηκαν εκτενώς στη δεκαετία του 1990 από τη Betty Buchanan, Μουσική Διευθύντρια της Χορωδίας του Καπιτώλιου στην Ουάσιγκτον, DC
Ήταν πιο δημοφιλής, ωστόσο, για τα τραγούδια της. «Το έτος κατά την Άνοιξη" από την Τρία Τραγούδια Browning, Op. 44 είναι ίσως το πιο γνωστό έργο της Beach. Παρά τον όγκο και τη δημοτικότητα των τραγουδιών κατά τη διάρκεια της ζωής της, δεν υπάρχει καμμία συλλογή τραγουδιών αποκλειστικά με τα δικά της.  Στις 9 Ιουλίου 2000 στο περίφημο Shell Hatch της Βοστώνης, το Boston Pops απέτισε φόρο τιμής στην Beach. Το όνομά της προστέθηκε στον τοίχο από γρανίτη με θέμα "The Shell". Ενώνει τα ονόματα άλλων 86 άλλων συνθετών όπως Bach, Handel, Chopin, Debussy, ΜακΝτάουελ, και ο Μπετόβεν. Η Amy Beach είναι η μόνη γυναίκα-συνθέτρια στον τοίχο από γρανίτη. Η Beach εντάχθηκε στο Αμερικανικό Μέγαρο Κλασικής Μουσικής Διασημοτήτων του Σινσινάτι, του Οχάιο στις 24 Απριλίου 1999. Το 1994 η οργάνωση «Γυναικεία Κληρονομιά» αφιέρωσε μια πινακίδα χαλκού στο μνήμα της Beach στο Κοιμητήριο της Βοστώνης.
Μπορείτε ν’ ακούσετε:

Θέμα και παραλλαγές σε βαλκανικά θέματα :
Κοντσέρτο για πιάνο: http://www.youtube.com/watch?v=ZQNhIKzTlRE
Αυτοσχεδιασμός (πιάνο): http://www.youtube.com/watch?v=qkInGo8-Y_E
Έκσταση (βιολί, πιάνο, τραγούδι): http://www.youtube.com/watch?v=Tvyb6pqR__8
Τρια Τραγούδια Browning op.44: http://www.youtube.com/watch?v=YPrRfADMjvw

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

L.v.Beethoven, Κουαρτέτο έργο 131


Αν ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ είναι η "Ιστορία της Μουσικής", ο Μπετόβεν -και ας έζησε αργότερα, είναι η Μουσική.

Μουσική ιδιοφυΐα, ευρηματικός, ρομαντικός, ιδιότροπος, δυστυχισμένος, βαθιά εσωτερική φύση, Άνθρωπος.




Πολλοί χαρακτηρισμοί έχουν αποδοθεί με το διάβα του χρόνου στο μεγάλο συνθέτη και Δάσκαλο. Χαρακτηριστικά, στο έργο "Γκαίτε - Μπετόβεν" του Ρομαίν Ρολάν, διαβάζουμε:

"Δεν είναι πολλοί, ούτε ανάμεσα στις μεγαλοφυΐες, εκείνοι που διαρκώς κοινωνούν με το πνεύμα της ΓηςΟ Γκαίτε και ο Μπετόβεν ήταν δυο από τους οικείους με τις μητέρες".

Και στο έργο του "Μπετόβεν" ο Εμίλ Λούντβιχ αναφέρει:

"Ο Μπετόβεν (16.12.1770 - 26.3.1827) στάθηκε ο πιο αγνός και ο πιο μοντέρνος απ' όλους τους καλλιτέχνες. Η μουσική του είναι η γλώσσα που οι λαοί καταλαβαίνουν, το έργο του τείνει προς την ελευθερία και την ευτυχία όλων των ανθρώπων… Με την περιπαθή καρδιά του, που έπαλλε κάθε στιγμή της ζωής του, με τον έντονο εγωισμό που του επέτρεπε να υπερπηδάει τα χειρότερα εμπόδια μέχρι να φτάσει στη νίκη, κατόρθωσε να φτάσει τελικά μέσα από την τέχνη στην απολύτρωση".

L.van Beethoven




Ποιό από τα έργα του μεγάλου αυτού συνθέτη να πρωτοθαυμάσει κανείς. Είναι δύσκολο να επιλέξει κάποιος απ’ τα αναρίθμητα αριστουργήματα του Μπετόβεν. Και το αφιέρωμα αυτό είναι πολύ μικρό για να μπορέσει να περιγράψει και ν’ αναλύσει όλα αυτά τα έργα. Επέλεξα ένα απ’ τα κουαρτέτα εγχόρδων του το op.131 για το οποίο ο ίδιος ο συνθέτης είχε πει όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε ποιό θεωρεί το καλύτερο κουαρτέτο του: «Το καθένα με τον δικό του τρόπο. Η Τέχνη απαιτεί από μας να μην έχουμε ησυχία. Το op.131 είναι το καλύτερο έργο σ’ αυτό το είδος».

Το κουαρτέτο εγχόρδων  op.131 αποτελείται από επτά μέρη που παίζονται χωρίς παύση, πράγμα που δίνει σ’ όλο το έργο μια αίσθηση ροής κι ενότητας. 

Λέγεται ότι ήταν το πιο αγαπημένο του συνθέτη. Ο Σούμπερτ όταν το άκουσε αναφώνησε: "Μετά από αυτήν την σύνθεση τι απομένει σε μας να γράψουμε". 

Το κουαρτέτο είναι αφιερωμένο στον βαρώνο Γιόζεφ φον Στούτερχαϊμ σαν μια κίνηση ευγνωμοσύνης προς το πρόσωπό του, μια κι ο βαρώνος πήρε στον στρατό τον ανιψιό του Μπετόβεν Καρλ μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας του. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1826 και δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατο του συνθέτη. Η πρώτη του δημόσια εκτέλεση παραμένει αβέβαιη.

Το  πρώτο μέρος Adagio ma non troppo e molto espressivo αποτελείται από μια φούγκα. Αυτό το μέρος προκαλεί μια λύπη και μια πρώιμη συγκίνηση.
Το δεύτερο μέρος Allegretto molto vivace, αποτελεί μια συμπιεσμένη σονάτα. Βασίζεται σ' ένα μοναχικό θέμα που μοιάζει με λαϊκή μελωδία.
Το τρίτο μέρος Allegro moderato στην πραγματικότητα είναι μόνο έντεκα μέτρα και λειτουργεί σαν συστατικό για το επόμενο. 
To τέταρτο μέρος Andante έχουμε ένα θέμα με έξι παραλλαγές και μια κόντα που λειτουργεί σαν ημιτελής έβδομη παραλλαγή. Όλες οι παραλλαγές έχουν αποκλίσεις στον ρυθμό, στην ρυθμική αγωή, στην ταχύτητα, στον χαρακτήρα αλλά και στις θέσεις που παίζει το κάθε όργανο.
Το πέμπτο μέρος, Presto είναι ουσιαστικά ένα scherzo σε διμερή αντί τριμερή ρυθμό μ' ένα τρίο που επιστρέφει με τον τρόπο που γίνεται στο ρόντο.
Το έκτο μέρος Adagio αποτελούμενο από είκοσι οκτώ μέτρα και μια κόντα χρησιμοποιείται σαν εισαγωγή του επόμενου μέρους.
Το έβδομο και τελευταίο μέρος, Allegro, ακολουθεί τον παραδοσιακό τρόπο της σονάτας. 

                                                                              
Αν παρακολουθήσει κανείς αυτό το έργο θα εντοπίσει ότι ο Μπετόβεν είναι ιδιαίτερα διακριτικός και λεπτός στις μεταβάσεις του από μέρος σε μέρος. Είναι τόσο λεπτές που πρακτικά ένα μη εξασκημένο αυτί δεν μπορεί να τις ανιχνεύσει.Τα επτά μέρη του Κουαρτέτου Op.131 έχουν σαν αποτέλεσμα να γλιστρούν το ένα στο άλλο. Εκτός απ’ τα μέρη τρίτο κι έκτο, που θεωρούνται σαν εισαγωγές στα μέρη που τα ακολουθούν, τα υπόλοιπα μέρη είναι μάλλον συμβατικές φόρμες που τοποθετήθηκαν αβίαστα μαζί στην εξής σειρά: φούγκα, συμπαγής φόρμα σονάτας, εισαγωή που περιλαμβάνει θέμα και παραλλαγές, σκέρτσο με τρίο, και εισαγωγή που περιλαμβάνει σονάτα. Λέγεται ότι το κουαρτέτο αυτό ενσωματώνεται  πιο κοντά στις μεγάλες του συνθέσεις.

Το έργο αυτό ίσως πρέπει να φανεί σαν αποκορύφωση της σημαντικής του προσπάθειας από τότε που πήγε στην Βιέννη. Τα επτά μέρη ρέουν ασταμάτητα το ένα προς το άλλο και για  πρώτη φορά στην μουσική του Μπετόβεν υπάρχει εμφατική και θεματική σύνδεση μεταξύ του πρώτου και τελευταίου μέρους, όχι αναπόληση, αλλά μια λειτουργική παράλληλη που βοηθάει να συνδεθεί όλο το έργο. Ένα έργο βαθειάς λεπτότητας και ομορφιάς.



Παραθέτω βίντεο όλου του κουαρτέτου που μπορείτε ν’ απολαύσετε.


Beethoven String Quartet No 14 Op 131 in C♯ minor Alban Berg Quartet


Αν θέλετε μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για τον Μπετόβεν σε άλλο άρθρο μου
Μπετόβεν

ΠΗΓΕΣ:
Wikipedia
Εγκυκλοπαίδεια Παγκόσμιας Μουσικής
Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης