Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

ΘΥΜΑΜΑΙ


Θυμάμαι τότε που πίστεψα ότι η φιλία μας ήταν αγνή κι αμοιβαία. Ήταν τότε που λαχταρούσα να σου μιλήσω, να σε δω, να επικοινωνήσω. Σου έδινα το μέσα της ψυχής μου, έτσι γυμνό κι ατόφιο όπως τόνιωθα κρυμένο γιατί ήθελα να δεις αυτό που δεν έβλεπε κανείς άλλος. Νόμιζα ότι κι εσύ έτσι σκεπτόσουν, ότι αυτό που μου έδινες ήταν η δική σου γυμνή ψυχή, που σαν εύθραυστο κρύσταλλο την λογάριαζα και την πρόσεχα.
Θυμάμαι που σε κύττταζα στα μάτια και νόμιζα ότι αυτό που έβλεπα ήταν η αλήθεια σου, η φιλία σου κι η ευθύτητά σου. Όταν το αδιόρατο μειδίαμα, η φευγαλέα σκιά που πέρναγε και δεν ήθελα να πιστέψω, θυμάμαι που σε ρώταγα τι σε απασχολούσε κι άλλαζες συζήτηση. Χαμογελούσες και μούλεγες ότι κάποιος πόνος στην πλάτη  σε αποσπούσε. Συνέχιζα να σε κυτττάω στα μάτια, να σου μιλάω ρουφώντας το βλέμμα σου και το άρωμα των μαλλιών σου. Με μια βαθιά ανάσα έδιωχνες την σκοτεινιά σου κι εγώ ησύχαζα.
Θυμάμαι πόσο ήθελα να σε συναντήσω όταν με κυρίευε παγωνιά κι ανασφάλεια γιατί εσύ πάντα είχες τον τρόπο να με καθησυχάσεις και με αγάπη να μου πεις  ότι κι αυτό θα περάσει κι η Ανατολή θα έλθει αύριο σίγουρα.
Θυμάμαι κι εκείνη τη φορά που ένα δάκρυ μου κύλησε στο μάγουλο και τρυφερά το σκούπισες με τα δάχτυλά σου, κι ενιωσα την ζεστή παλάμη σου στο δέρμα μου να  δηλώνει πίστη κι αγάπη, συμπόνοια κι άδολη φιλία.
Θυμάμαι τα μονοπάτια που περπατούσαμε μαζί, με συντροφιά τις λέξεις μας που ακούγονταν σαν ήχοι χρυσοί από φλάουτα μαγεμένα ώσπου άρχισαν να βουίζουν στ’ αυτιά μου σαν απόμακροι κρότοι πολέμου που δεν ήθελα να πιστέψω.
Θυμάμαι εκείνη τη μοιραία στιγμή που ένιωσα ότι εσύ με χρησιμοποίησες, με εξαγόραζες χωρίς να το καταλαβαίνω. Τα ρυάκια της ύπαρξής μου άρχισαν να ξεχειλίζουν, οι φωνές μέσα μου έγιναν κραυγές λαβωμένου ζώου μέχρι που έγιναν βογκητά. Ένα πελώριο κύμα αόρατης απειλής άρχισε να με καλύπτει και θυμάμαι ότι ήθελα να πιαστώ από κάπου να σωθώ, να μην πνιγώ μέσα στο ίδιο μου το κέλυφος. Δεν υπήρχε τίποτε παρά μόνο εσύ που συνέχιζες να με κυτττάς παίζοντας ακόμη θέατρο. Δεν είχες καταλάβει ότι ήξερα το παιχνίδι σου πλέον. Σε άφηνα να κατρακυλάς τον κατήφορο  που είχες επιλέξει για δρόμο σου.
Θυμάμαι ότι μέσα μου πονούσα που τώρα το θέατρο το έπαιζα εγώ, που σούδινα μια ψεύτρα ψυχή και πίστη. Μέσα μου ήθελα κι εσύ να πονέσεις πιο πολύ και είχα την ανύπαρκτη ελπίδα ότι θα  σταματήσεις τον κατήφορο και με δυσκολία θ’ ανέβεις πάλι στην κορφή που φύλαγα για σένα.
Εσύ, όμως, συνέχιζες να κατρακυλάς όλο και πιο γρήγορα και να με ματώνεις, να με κυττάς σαν ερπετό που σέρνεται. Τότε με μανία σε δάγκωσα κι έσταξα το δηλητήριό μου στο αίμα σου αφήνοντας τα σημάδια μου πάνω στο δέρμα σου ώσπου κάτω κι οι δυο ατενίζοντας τον ουρανό αφήσαμε το μίσος να νικήσει και να σκοτώσουμε την φιλία μας.

Άζη Γουζίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου