Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, η Σύλβια Πλαθ και οι Μούσες

 Οι Ανησυχητικές Μούσες

Οι Ανησυχητικές Μούσες (The Disqueting Muses)

"Όλα έχουν δύο όψεις: την τρέχουσα πλευρά, που βλέπουμε σχεδόν πάντα και που όλοι οι συνηθισμένοι άνθρωποι βλέπουν και την πνευματική και μεταφυσική πλευρά, που μόνο κάποια σπάνια άτομα μπορούν να δουν, σε στιγμές διορατικότητας και μεταφυσικής αφαίρεσης."
Τζιόρτζιο ντε Κίρικο

"Οι Ανησυχητικές Μούσες" είναι μια ελαιογραφία του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο του 1918. Ολοκληρώθηκε με το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά το θέμα της δεν σχετίζεται με πόλεμο. Είναι ένα έργο υπόδειγμα του ρεύματος avant-garde. 

Ο Ελληνικής καταγωγής Ντε Κίρικο (1888-1978) ήταν απ' τους ιδρυτές και πρωτοπόρους της μεταφυσικής ζωγραφικής, που χαρακτηρίζεται από αινιγματικές εικόνες που προκαλούν την λογική και αποπροσανατολίζουν τον θεατή. Τα αντικείμενα αναγνωρίζονται εύκολα αλλά φαίνονται ασύνδετα και εκτός λογικής. Αυτό το είδος ζωγραφικής αναγκάζει τον θεατή να κάνει απροσδόκητους συσχετισμούς, πέρα απ' την καθημερινή πραγματικότητα και γι' αυτό ονομάστηκε "μεταφυσική".


Giorgio de Chirico 

Το έργο ζωγραφίστηκε όταν ο Ντε Κίρικο ήταν στην Φερράρα. Στο πίσω μέρος του πίνακα φαίνεται το Castello Estense, κοντά στο οποίο ζούσε ο Ντε Κίρικο, σε χρώμα κόκκινο της σκουριάς. Σε πρώτο πλάνο φαίνονται οι δυο Μούσες, με αρχαιοελληνική κλασική ενδυμασία. Η μια στέκεται όρθια κι έχει ένα σκπήτρο  και η άλλη κάθεται κι έχει μια κόκκινη μάσκα που υπονοούν την Μελπομένη και την Θάλεια, αντίστοιχα, τις Μούσες της τραγωδίας και της κωμωδίας. Το άγαλμα σ' ένα βάθρο προς τα δεξιά και πίσω απεικονίζει τον Απόλλωνα, τον ηγέτη των Μουσών.

Άψυχες και σιωπηλές φιγούρες στέκονται εκεί αντί ανθρώπινων μορφών για να δώσουν διαφορετικά συμβολικά μηνύματα. Δεν έχουν μάτια ούτε στόματα, υπονοώντας την αδυναμία να δουν ή να μιλήσουν. Στον μεγαφυσικό κόσμο του Ντε Κίρικο, όμως, η τυφλότητα και η αλαλία δεν είναι πραγματικοί περιορισμοί. Εκείνοι που αδυνατούν να δουν την συνηθισμένη πραγματικότητα συχνά έχουν μια μεγαλύτερη καθαρότητα στην ενόραση, όπως οι τυφλοί ποιητές και οι μάντεις των αρχαίων. Είναι γνωστό ότι σε πολλές αρχαίες κοινωνίες, οι άνθρωποι πίστευαν ότι όσοι δεν μπορούσαν να μιλήσουν είχαν την ικανότητα να επικοινωνήσουν με το θείο.

Αυτές οι μεταφυσικές φιγούρες εκφράζουν την ικανότητα να υπερβούν την καθημερινή εμπειρία, υποδεικνύοντας σημασίες που ξεπερνούν την ορατή πραγματικότητα. 


Sylvia Plath 

Η Σύλβια Πλαθ (1932-1963) επηρεάστηκε απ' τον πίνακα αυτόν του Ντε Κίρικο κι έγραψε το ποίημα με τον ίδιο τίτλο "Οι Ανησυχητικές Μούσες" το 1957, ένα εξαιρετικό παράδειγμα απομόνωσης. Το ποίημα απεικονίζει την παντελή έλλειψη επικοινωνίας μητέρας - κόρης. Έχει βαθειά ομοιότητα με την εικόνα και παρουσιάζεται με διαφορετικό φωτισμό. Οι Μούσες χάνουν τις μυθικές τους ιδιότητες να επηρεάζουν τις ανθρώπινες τέχνες και μεταμορφώνονται σε κακές νεράιδες και δόλιες μητέρες στην ποίηση της Πλαθ. Αντί να δίνουν σοφές συμβουλές φορτώνουν την αφηγήτρια με δυσοίωνη αρνητικότητα. Το τρίο είναι παρόμοιο με τις τρεις Μάγισσες του Σαίξπηρ στον Μάκβεθ που εκπροσωπούν το σατανικό τρίο των γυναικών του 20ού αιώνα και χαρίζουν κακά δώρα. Η παρουσία αυτών των Μουσών συμβολίζει τους γονείς του 20ού αιώνα που είναι ανίκανοι να δώσουν στα παιδιά τους ένα παρηγορητικό περιβάλλον.

Η παρουσία τους στην ζωή του παιδιού την κάνει να αναγνωρίσει την παρουσία δυο αντίθετων κόσμων. Και δείχνει πώς τελικά υποκύπτει στον αρνητικό κόσμο με την νονά της να αφήνει πίσω τον κόσμο της καλοσύνης. 


Σύλβια Πλαθ: Οι Ανησυχητικές Μούσες

Μητέρα, μητέρα, ποια θειά απαίδευτη
είτε δύσμορφη και αποκρουστική
εξαδέλφη άφησες απερίσκεπτα τόσο
ακάλεστη στα βαφτίσια μου, που
στη θέση της πήγε κι απόστειλε τις κυράδες τούτες
με κεφάλια σαν μανταρίσματος ξύλιν’ αυγά να γνέφουν
και να γνέφουν και να γνέφουν απ’ την κορφή ως τα νύχια
και απ’ τα αριστερά της κούνιας μου;

Μητέρα, ποιος βάλθηκε να παραγγέλνει ιστορίες
της Μίξι Μπλάκσορτ της ηρωικής αρκούδας,
Μητέρα, τίνος οι μαγισσοπούλες πάντοτε μα πάντοτε
φουρνίζονταν αντί του μελόψωμου, αναρωτιέμαι
αν είδες τες, αν είπες μου
λόγια να τις ξορκίσεις τις τρεις κυράδες
που νύχτα έγνεφαν στην κλίνη μου τριγύρω
άστομες, αόμματες, με φαλακρό γεμάτο ράμματα κεφάλι.

Στην ανεμοθύελλα, όταν στου πατέρα το γραφείο και τα δώδεκα
παραθυρόφυλλα εκοιλώσαν
ωσάν έτοιμες να σκάσουν φυσαλίδες, συ μας καλοτάιζες
τ’ αδελφάκι μου και μένα μπισκότα και κακάο
συ σιγόνταρες μας και ψέλναμε:
“Ζοχάδιασε ο Θορ: μπουμ μπουμ μπουμ!
Ζοχάδιασε ο Θορ: καρφί δεν μας καίγεται ‘μας!”
μα κείνες οι κυράδες τις τζαμαρίες μας διαλύσανε

Όταν ακροποδητί οι άλλες μαθητριούλες σκιρτάγανε
τους φακούς τρεμοπαίζοντας σαν τις κωλοφωτιές
και με της λαμπυρίδας το σκοπό, ‘γω δεν μπόραγα
ούτε το ποδάρι μου να σκώσω στο τρεμόφεγγο τούτο κορμάκι
μα, κοπιαστικά, έκανα πέρα μια
απ’ τις κακοκέφαλες σκιαγμένη
τις νουνές μου, και συ έκλαιες και έκλαιες:
Και το σκιάγμα τεντώθη, καήκανε τα φώτα.

Μητέρα, σε μαθήματα πιάνου με ‘γραψες
και τ’ αραμπέσκ μου επαίνευες και τις τρίλιες μου
κι ας έβρισκε ο κάθε δασκαλάκος το ύφος μου
τόσο αλλόκοτα στεγνό παρ’ όλες του τις κλίμακες
και τις ώρες εξάσκησης, τ’ αυτί μου
παντελώς άμουσο και ναι, ανεπίδεκτο μαθήσεως.
Μάθαινα και μάθαινα και μάθαινα απ’ αλλού
από μούσες άλλες, που δεν μου τις μίσθωνες εσύ, μητέρα αγαπημένη.

Ένα πρωί που έγνεψα και σ’ ήβρα, μητέρα
άνωθεν μου να πλέεις στον μπλάβο τον αγέρα
σ’ αερόστατο χάρμα πρασινωπό με μυριάδες
άνθη και χαλκοκουρούνες που
πότε, μα ποτέ αλλού δεν ευρέθησαν.
Μα τράβηξε ο τόσος δα πλανήτης πέρα
πως τη σαπουνόφουσκα καθώς μου φώναξες: Εδώ έλα!
και τους συνταξιδιώτες ευθύς αντίκρισα.

Μερόνυχτα τώρα, απ’ την κορφή ως τα νύχια
ολονυχτίες τους ορθώνουν, της πέτρας φορεσιές
μούτρα άγραφα όπως τη μέρα κείνη που γεννήθηκα
ίσκιοι μακρουλοί τους στο λιοβασίλεμα
μήτε που φέγγει, μήτε που κρύβεται.
Και σε τούτο το βασίλειο που με ‘φερες,
Μητέρα, μητέρα. Μα ούτε σ’ ένα μου έστω κατσούφιασμα
ό,τι συντροφιά μου κρατά δεν πρόκειται ποτέ να φανερώσω.

(μετάφραση: Γιώργος Σαββίδης)

Ας συνοδέψουμε τον ζωγράφο και την ποιήτρια μ' ένα μουσικό κομμάτι του Ραμώ "Η Συνέντευξη των Μουσών".


Jean-Philippe Rameau, L'entretien des Muses



ΠΗΓΕΣ:
Wikipedia
Bibliotheque
Ovo
Ithaca College
Beaming Notes



Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

ΒΡΟΧΗ

 


        Melody of Rain (Christian Schloe)


...

Βροχή, βροχή — εξακολουθεί

πάντα ραγδαία να βρέχει.

Μα τώρα πια δεν βλέπω.

Θόλωσ’ απ’ τα πολλά νερά

του παραθύρου το υαλί.

Στην επιφάνειά του

τρέχουν, γλιστρούν, κι απλώνονται

κι ανεβοκατεβαίνουν

ρανίδες σκορπισμένες

και κάθε μια λεκιάζει

και κάθε μια θαμπώνει.

Και μόλις πλέον φαίνεται

θολά-θολά ο δρόμος

και μες σε πάχνη νερουλή

τα σπίτια και τ’ αμάξια.

Κ.Π.Καβάφης :(απόσπασμα) ΚΡΥΜΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (εκδ. Ίκαρος 1993)


Μια ξαφνική νεροποντή μπορεί να μας απομακρύνει αλλά και να μας πλησιάσει. Κάποιες φορές κινεί μέσα μας έναν διαλογισμό ή μια ονειρώδη διάσταση, ενώ σ' ένα παιδί είναι εμπόδιο μιας βόλτας έξω. Λένε ότι το "Πρελούδιο της Σταγόνας της Βροχής" ο Σοπέν το εμπνεύσθηκε από κάποιο όνειρο, σύμφωνα με την μαρτυρία της συντρόφου του Γεωργίας Σάνδη κατά την ώρα της σύνθεσης.

Στην αυτοβιογραφία της γράφει η Σάνδη ότι: "Είδε τον εαυτό του πνιγμένο σε μια λίμνη -- βαριές, παγωμένες σταγόνες νερού έπεφταν ρυθμικά στο στήθος του -- κι όταν του είπα ν' ακούσει τις σταγόνες της βροχής που έπεφταν ρυθμικά στην οροφή, αρνήθηκε ότι τις άκουσε. Θύμωσε μάλιστα όταν το ερμήνευσα ως "μιμητική αρμονία". 

Αυτή η ιστορία, φυσικά, είναι μέρος του θρύλου που περιέχεται σ' αυτό το μαγικό, ενδόμυχο κι ενδοσκοπικό έργο.

Επέλεξα τον Σοκολοφ για το αργό, ρυθμικό αυτό στάλαγμα βροχής. 

Καλή ακρόαση 

Grigory Sokolov plays Chopin Prelude No. 15 in D flat major "Raindrop" op. 28

ΠΗΓΕΣ:
Wikipedia
BBC
K.Π.Καβάφης ΚΡΥΜΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 


 



Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Σεπτέμβρης, Ρ. Στράους - Ε. Έσσε


 Μας αποχαιρετά σιγά σιγά κι ο Σεπτέμβρης, που είναι πιο πολύ καλοκαιρινός παρά φθινοπωρινός. Μαζί του φεύγει και το καλοκαίρι, μας αποχαιρετά κι αυτό. Ο ποιητής Έρμαν Έσσε στο ποίημά του "Σεπτέμβρης" με λιτό και σκεπτικό ύφος φανερώνει τα συναισθήματα του αποχαιρετισμού αυτού που πέρα απ' το τυπικό αντίο μιας εποχής, αποχαιρετά και την ζωή και τον κόσμο. Ο Ρίχαρντ Στράους έντυσε τους στίχους αυτούς με μια νοσταλγική μελωδία. Το ποίημα γράφηκε τον Σεπτέμβρη του 1927 και η μουσική τον Σεπτέμβρη του 1948. Ένα χρόνο μετά, τον Σεπτέμβρη του 1949 μας αποχαιρέτησε κι ο Στράους. 


Σεπτέμβρης

Ο κήπος θρηνεί
Δροσερή βροχή πέφτει στα λουλούδια
Το καλοκαίρι ριγεί
Ήσυχα οδεύει προς το τέλος του

Τα φύλλα πέφτουν ένα ένα, χρυσά,
Απ' την ψηλόκορμη ακακία
Το καλοκαίρι χαμογελά έκπληκτο και αδύναμο
προς το όνειρο του κήπου που πεθαίνει.

Στέκεται για ώρα δίπλα στα τριαντάφυλλα,
Λαχταρώντας για ειρήνη.
Αργά κλείνει
τα μεγάλα κουρασμένα μάτια του.

(μετάφραση Α.Γ. από την αγγλική μετάφραση με υπογραφή Littera)

Ακούμε τον Σεπτέμβρη απ' την Τζέσι Νόρμαν


                                                        September. Richard Strauss



To ποίημα αυτό του Έρμαν Έσσε μελοποίησε ο Ρίχαρντ Στράους τον Σεπτέμβριο του 1948, σε ηλικία 84 ετών. Ο Ρίχαρντ Στράους πέθανε έναν χρόνο μετά.  Ανήκει σε έναν κύκλο άλλων τριών τραγουδιών που φέρει τον τίτλο "Τέσσερα τελευταία τραγούδια" και φυσικά ο τίτλος αυτός δεν δόθηκε από τον ίδιο, αλλά από τον φίλο του και εκδότη Έρνστ Ροθ που τα δημοσίευσε σαν ενότητα μετά τον θάνατο του Στράους το 1950. Τα τραγούδια δεν γράφηκαν σαν κύκλος τραγουδιών αλλά μεμονωμένα. Όμως, στην πραγματικότητα ήταν οι τελευταίες συνθέσεις του Στράους και γι' αυτό απετέλεσαν μια ενότητα. Οι τίτλοι και οι χρονολογίες σύνθεσής τους είναι:

Im Abendrot (Στο Ηλιοβασίλεμα) - Μάιος 1948
Frühling (Άνοιξη) - Ιούλιος 1948
Beim Schlafengehen (Την Ώρα του Ύπνου) - Αύγουστος 1948
September (Σεπτέμβριος) - Σεπτέμβριος 1948


          Ρίχαρντ Στράους                                                    Έρμαν Έσσε


Πραγματικά είναι τραγούδια αποχαιρετισμού - στην ζωή, στην τέχνη, στον κόσμο που εξαφανίζεται. Είναι μουσική τόσο μαγευτικά αισθησιακή, τόσο οδυνηρά νοσταλγική τόσο λεπτή στην ανάμιξη των φωνητικών και οργανικών υφών που αψηφά την περιγραφή. Όλοι συμφωνούν πως ο Στράους άφησε το καλύτερο για το τέλος. Μόνο το πρώτο τραγούδι (Im Abendrot)  δεν είναι ποίηση του Έσσε αλλά του Γερμανού ποιητή Γιόζεφ Αϊχεντορφ, γνωστού για τις μελοποιήσεις ποιημάτων του από τον Σούμαν και τον Βολφ.

Η πρεμιέρα των "Τεσσάρων Τελευταίων Τραγουδιών" έγινε στο Λονδίνο τον Μάιο του 1950. Τα ερμήνευσε η σοπράνο Κίρστεν Φλάγκσταντ με την Φιλαρμόνια Ορχήστρα υπό την μπαγκέτα του Βίλελμ Φουρτβένγκλερ.

Εδώ και τα "Τέσσερα Τελευταία Τραγούδια" απ' την ιστορική πρεμιέρα, όπου τα τραγούδια δεν ερμηνεύονται με την χρονολογική σειρά σύνθεσής τους. Στα σχόλια του βίντεο υπάρχουν οι τίτλοι καθώς κι ο χρόνος έναρξης του κάθε τραγουδιού.


Kirsten Flagstad: Vier letzte Lieder [Furtwängler] by Strauss



ΠΗΓΕΣ

Wikipedia
BBC
LAPhil
Lyrics Translate