Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

H Μαθητική Ποδιά

 




Θα σας πω την ιστορία μου, πόσο πικράθηκα απ’ τη ζωή μου και πόσο ξέπεσα…δεν μπόρεσα ούτε εγώ να καταλάβω το γιατί. Το μόνο σίγουρο είναι ότι για το κατάντημά μου δεν φταίω εγώ. Ούτε κι έμαθα ποτέ ποιος φταίει. Αλλά και να το μάθω, δεν νομίζω ότι μπορώ ν’ αλλάξω πια κάτι. Η ύπαρξή μου έφτασε στο τέλος, όπως τελειώνουν κάποια στιγμή όλες οι υπάρξεις.

Ήμουν κάποτε το ρούχο που φόραγαν όλα τα κορίτσια που πήγαιναν σχολείο. Όλες οι μαθήτριες. Με φόραγαν το πρωί και ξεκινούσαν για το σχολείο. Εκεί είχε πολύ ενδιαφέρον. Βρισκόμουν σε συνεχή κίνηση.  Στην διαδρομή απ’ το σπίτι, είχα την ευκαιρία να δω τόσα πράγματα, άλλοτε όμορφα, όπως το χιόνι τον χειμώνα ή τα λουλούδια την άνοιξη, αλλά κι άσχημα κάποιες φορές, όπως καυγάδες των ανθρώπων ή των μαθητών. Μετά, στο σχολείο, βρισκόμουν πότε μέσα στις αίθουσες και πότε έξω στην αυλή και στον καθαρό αέρα. Πέρναγα αρκετές ώρες στο σχολείο. Τα κορίτσια επέστρεφαν το μεσημέρι στο σπίτι τους, κάνοντας την αντίστροφη διαδρομή που πάλι έβρισκα ευχάριστη. Μόλις έφταναν στο σπίτι τους, μ’ έβγαζαν προσεκτικά από πάνω τους, με κρέμαγαν σε μια κρεμάστρα μέχρι το άλλο πρωί που θα με φόραγαν πάλι. Κάποια κορίτσια δεν ήθελαν να μ’ αποχωριστούν κι οι μητέρες τους τα μάλωναν να με βγάλουν για να είμαι καθαρή την άλλη μέρα. Ήμουν τόσο χαρούμενη που βρισκόμουν σε τόσα διαφορετικά σώματα, σε τόσα διαφορετικά σπίτια κι η ζωή μου καθημερινά είχε ζωντάνια και δύναμη.

 Όμως οι πιο αγαπημένες μου μαθήτριες ήταν αυτές που πήγαιναν Γυμνάσιο. Είχα πιο ωραία γραμμή, είχα μεσούλα όμορφη. Στην αρχή ήμουν μαύρη κι είχα ένα άσπρο γιακαδάκι. Κάθε μέρα έβγαζαν το γιακαδάκι να το πλύνουν και με στόλιζαν μ’ ένα άλλο καθαρό.  Με φόραγαν με μια ζώνη στη μέση κι είχα κουμπάκια εμπρός από πάνω ως κάτω. Αλλά και τι λαχτάρες πέρασα δεν λέγεται...

Θυμάμαι εκείνη την χοντρή που την πήγε η μάνα της στο εμπορικό να με αγοράσει  και δεν της έμπαινα με τίποτε. Μ’ έσπρωχνε από δω η μάνα της  με τράβαγε από κει η πωλήτρια, πού να χωρέσω! Μέχρι που έσπασαν τα κουμπιά κι έγινε ο χαμός στο μαγαζί. Φώναζε η πωλήτρια ότι θα βρει το μπελά της κι ότι έπρεπε οπωσδήποτε να με αγοράσουν, φώναζε η μάνα της χοντρής ότι τι να με κάνουν αφού δεν χόραγα στην κορούλα της, φώναζε κι η χοντρή:

-Καλέ σιγά που είμαι χοντρή...πού να δεις κάτι άλλες στο σχολείο. Εσείς φταίτε που δεν έχετε φαρδιές ποδιές.

Έγινε επεισόδιο, ήλθε ο καταστηματάρχης και με κοίταζε έτσι που έχασκα χωρίς κουμπιά. Σαν ρόμπα ξεκούμπωτη ήμουν η κακομοίρα.

-Κυρά μου, κοίτα να σουλουπώσεις την κόρη σου που είναι σαν φάλαινα. Μόνο με παραγγελία θα καταφέρεις να της βάλεις ποδιά. Πάρε μια μοδίστρα να της φτιάξει μια ποδιά στα μέτρα της. Και τώρα άντε στο καλό.

-Σιγά που θα πεις την κόρη μου φάλαινα. Δεν θα σταυρώσεις πελάτη, αχαΐρευτε. Θα σου κάνω μεγάλη δυσφήμιση

-Σύρε κυρά μου στο καλό και δεν πα να κάνεις ό,τι θέλεις. Άντε, να εξυπηρετήσουμε και κανα πελάτη της προκοπής. Αν περίμενα από του σιναφιού σου, θάχα φαλιρίσει . Καλά, δεν βλέπεις ότι η κόρη σου είναι χοντρή; Βάλε γυαλιά.

-Θα δεις τι θα πάθεις! ούρλιαξε η μάνα κι έφυγε με την φάλαινα κόρη της ξαναμμένη.

‘Επειτα έπαιξα και στον κινηματογράφο, αμέ! Που λες,  με φόραγαν ηθοποιοί που έκαναν τις μαθήτριες και μάλιστα μια, η πιο τσαχπίνα, όταν με φόραγε είχε τόση χάρη κι ομορφιά που καμάρωνα. Τι ωραία που είχα περάσει τότε, πρόβες, γυρίσματα, ενθουσιασμός. Και μέσα και έξω απ’ το σχολείο ήταν διαφορετικά εκείνη τη φορά. Τα κορίτσια δεν φοβόνταν τους καθηγητές κι όλα ήταν ένα παιχνίδι. Άσε που άστραφτα από καθαριότητα και ήμουν ατσαλάκωτη. Πολύ το διασκέδασα.

Την άλλη φορά θυμάμαι που ήταν η πρώτη μέρα του σχολείου και μετά τον αγιασμό, ο Γυμνασιάρχης ζήτησε όλες τις μαθήτριες να περάσουν απ’ το γραφείο του. Πήγαν όλες και στήθηκαν στη σειρά απ’ έξω. Αυτός, πήρε ένα μέτρο και με μέτραγε να είμαι δεκαπέντε εκατοστά κάτω απ’ το γόνατο της κάθε μαθήτριας. Αν ήμουν παραπάνω ήταν ευχαριστημένος, αν όμως ήμουν λιγότερο έλεγε ότι δεν θα με δεχόταν  την επόμενη μέρα στην περίπτωση που δεν είχα μακρύνει στα εκατοστά του. Δεν κατάλαβα, τί ήταν τα «εκατοστά». Καλέ τί άνθρωπος ήταν αυτός. Δεν ήμουν σίγουρη, αλλά νομίζω ότι όπως έσκυβε και μέτραγε προσπαθούσε να δει κι άλλα πράγματα, ο Θεός να με συγχωρέσει!

Το αποτέλεσμα; Οι περισσότερες μαθήτριες έπρεπε να τακτοποιήσουν το μήκος μου αλλιώς ΑΠΟΥΣΙΑ! Δεν ήξερα τί είναι η απουσία, όλο γι’ αυτήν μιλούσαν, θα πρέπει να ήταν κάποια πολύ κακιά. Άσε τί πόνους τράβηξα με τις βελόνες και τις κλωστές να με ράβουν πιο κάτω για να κάνουν το χατήρι αυτού του παλαβού που με ήθελε δεκαπέντε εκατοστά κάτω απ’ το γόνατο. Τι τράβηξα μετά δεν λέγεται. Διότι όλες με ήθελαν κοντή αλλά με την απειλή της απουσίας έπρεπε να είμαι μακριά. Και τι έκαναν τα κορίτσια! Με τράβαγαν απ’ τη μέση, με σούρωναν και μ’ έδεναν σφιχτά με τη ζώνη ώσπου να πάνε σχολείο. Πωπω τί πίεση ένιωθα βρε αδερφέ μου, κοβόταν η ανάσα μου, πνιγόμουν. Μόλις έφταναν όμως εκεί, με αμόλαγαν προς τα κάτω γιατί η απουσία παραμόνευε κι εγώ ξαλάφρωνα. Τότε άρχισα να την συμπαθώ την απουσία.

Μετά από καιρό από μαύρη έγινα μπλε. Μ’ άρεσα καλύτερα σ’ αυτό το χρώμα. Σαν κόρακας ήμουν όταν ήμουν μαύρη και υπέφερα από κατάθλιψη. Όταν έγινα μπλε νόμισα ότι ήμουν θάλασσα ή ουρανός. Ξέφυγα απ’ την μαυρίλα της κόλασης κι ήλθα στο φως. Το γιακαδάκι όμως εξακολουθούσε να μου στολίζει τον λαιμό. Και τα κουμπιά έδωσαν τη θέση τους σε κάτι που το άκουσα «φερμουάρ». Με μια τραβηξιά χραπ, άνοιγα, με άλλη τραβηξιά χραπ, έκλεινα. Ωραίο παιχνίδι.

Αχ τι θυμήθηκα τώρα, ήταν Δεκέμβρης κι έκανε κρύο. Μόλις σχόλασε το σχολείο αυτή η Τούλα μ’ έβγαλε από πάνω της με τέτοιο μίσος, βρίζοντας κιόλας.

-Αμάν πια μ’ αυτή την παλιοποδιά, δεν την αντέχω άλλο!

Και βουρ το φερμουάρ ως κάτω. Μ’ έβγαλε και στα γρήγορα με πατίκωσε ανάμεσα στα βιβλία της, μέσα στην σχολική της τσάντα. Την άκουσα που μουρμούραγε:

-Σιγά μην πάω βόλτα μ’ αυτό το ρούχο!

Τότε πάγωσα.

Η Τούλα φόραγε μέσα από μένα, απ’ την ποδιά δηλαδή,  μια κλαρωτή φούστα κι ένα ζωηρόχρωμο πουκάμισο. Τίναξε και τα μαλλιά της προς τα πίσω. Πικράθηκα πολύ που τ’ άκουσα. Νόμιζα ότι μ’ αγαπούσαν, πόσο λάθος είχα.

Κυκλοφορούσα μετά σε πολλά σχέδια, με δυο πιέτες μπροστά ή με μια πιέτα μπροστά, με δυο ή τρεις τσέπες αλλά πάντα μπλε με άσπρο γιακά. Ώσπου μια μέρα σταμάτησαν όλες να με φοράνε πια. Είπαν τότε ότι έφερνα κατάθλιψη στα κορίτσια κι ότι καταπίεζα την προσωπικότητά τους. Δεν τα καταλάβαινα εγώ αυτά, νόμιζα ότι ήμουν το βολικό τους ρούχο για να μην λερώνουν με τις κιμωλίες τα ρούχα τους. Όμως αυτή η «κατάθλιψη» νίκησε. Ούτε η απουσία με υπερασπίστηκε. Σκασίλα της! Αυτή συνέχισε να υπάρχει και χωρίς εμένα.  Πετάχτηκα στα σκουπίδια, κι άρχισα να διαλύομαι. Βρώμικη, σκισμένη, κάπου καμμένη, τρυπημένη, χωρίς κουμπιά, χωρίς γιακά, χωρίς φερμουάρ. Σε κάποιες περιπτώσεις έγινα σφουγγαρόπανο και σερνόμουν στα πατώματα. Άλλες φορές με φόραγαν για να κάνουν δουλειές και είχα πασαλειφτεί με διαφόρων ειδών λερωματιές.

Έτσι εξαθλιωμένη με βρίσκεις πια φίλε μου, που είμαι μόνη σ’ αραχνιασμένους τόπους κι όλοι πια μ’ έχουν ξεχάσει.

Δημοσιεύθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2013 στο Ηλεκτρονικό Περιοδικό “Λογοτεχνικό Μπιστρό” της Stella Samiotou Fitzsimons Η Μαθητική Ποδιά

http://literarybistro.blogspot.gr/2013/01/blog-post_25.html