Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

Παραμονή Πρωτοχρονιάς





 Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς. Η μέρα είναι βροχερή μ’ έναν ουρανό μελανό από πυκνά και βαριά σύννεφα. Φαίνεται πως η γκρίζα αυτή ατμόσφαιρα θα κρατήσει για πολλές ώρες ίσως και μέρες. Πουθενά στον ορίζοντα δεν υπάρχει χαραμάδα φωτός και τα λιγοστά σπουργίτια κάθονται στα βρεγμένα κλαδιά του πεύκου απέναντι απ’ το παράθυρο του σαλονιού όπου στέκεται ο Μιχάλης. Κοιτάζει έξω τον δρόμο που στραφταλίζει απ’ τις ψιχάλες που εφορμούν πάνω του και σε κάποια σημεία έχουν γεμίσει τις λακκούβες του δρόμου με νερό. Κοιτάζει αδιάφορα, βαρετά τους ελάχιστους ανθρώπους που περπατούν με τις ομπρέλες τους και βιαστικοί να επιστρέφουν στα γειτονικά σπίτια  κρατώντας τσάντες με ψώνια.

   Το σπίτι του Μιχάλη είναι το πατρικό του σπίτι σε μια ήσυχη γειτονιά, λίγο πιο έξω απ’ το κέντρο της πόλης.  Εκεί μεγάλωσε με τους γονείς του και την αδελφή του Μαρία κι οι κάτοικοι, ειδικά οι πιο παλιοί λένε  ακόμη “καλημέρα” στον δρόμο. Η Μαρία, όταν παντρεύτηκε  έφυγε με τον άντρα της τον Αντρέα  για την Κρήτη όπου ζουν ευτυχισμένοι. 

   Ο Μιχάλης είναι πενηντάρης πια, παντρεμένος με την Ελένη που τώρα συγυρίζει μέσα στο σπίτι και μαγειρεύει. Περιμένουν απόψε τις κόρες τους και τους γαμπρούς τους μαζί με τους συμπεθέρους για να υποδεχτούν τον καινούργιο χρόνο.

   Κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο ο Μιχάλης κι ένα δάκρυ κυλά στο μάγουλό του. Γύρισε τον χρόνο πίσω, πολύ πίσω τότε που ήταν μόλις έξι ετών και θυμήθηκε τον πατέρα του τον Κώστα που τον ανέβασε σε μια καρέκλα, σ’ αυτό ακριβώς το παράθυρο και μαζί  κοίταζαν αυτόν τον ίδιο δρόμο που ήταν ακόμη χωματόδρομος. Ήταν και τότε παραμονή Πρωτοχρονιάς, πάλι μια βροχερή και μουντή μέρα σαν την σημερινή. Περίμενε ο Μιχάλης τον Αη-Βασίλη! Είχε ονειρευτεί μια κούρσα-παιχνίδι για δώρο. Πόσα όνειρα είχε κάνει γι’ αυτό το παιχνίδι. Το είχε δει στο σπίτι του φίλου του, του Τάκη, κάποια μέρα που είχε πάει να παίξουν. Κοίταζαν με τον πατέρα του τον λασπωμένο δρόμο, με τους διαβάτες και τότε να περπατούν βιαστικοί. Η βροχή δεν έλεγε να κοπάσει και ο ουρανός ήταν μαβής και αποκαρδιωτικός ακριβώς όπως και σήμερα.

-Μπαμπά, πώς θα έλθει ο Αη-Βασίλης με τέτοια βροχή; Εγώ ξέρω ότι έχει έλκηθρο. Θέλω να χιονίσει για να μου φέρει το δώρο μου.
-Μιχαλάκη μου, ο Αη-Βασίλης όλα τα μπορεί. Και με βροχή και με χιόνι και με ήλιο έρχεται. Θα έλθει και θα σου φέρει το δώρο σου. Μην ανησυχείς. Περίμενε.

   Περίμενε κι ο Μιχάλης, όπως περιμένουν όλα τα παιδιά με ανυπομονησία τον ερχομό του Αη-Βασίλη,  κοιτώντας έξω τον δρόμο με τον πατέρα του να του χαϊδεύει απαλά την πλάτη.

   Τι γλυκές θύμησες! Νοσταλγία για τότε που η χαρά κρυβόταν σ’ ελάχιστα πράγματα. Θυμήθηκε το τσιτσίρισμα των κάστανων που τα έψηνε ο πατέρας πάνω στην ξυλόσομπα και περίμενε ο Μιχάλης να έλθει η σειρά του να γευτεί τη ζεστή και γλυκιά λιχουδιά. Ή το τετράγωνο τραπέζι με το χειροποίητο δαντελωτό τραπεζομάντηλο που η μάνα του είχε ακουμπήσει τις πιατέλες με τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες και τις δίπλες. Όμορφες γιορτινές μέρες, αξέχαστες με μυρωδιά ανθόνερου και κανέλας. Ένα κλαδί, κομμένο απ’ το απέναντι πεύκο, χωμένο σε μια γλάστρα και στολισμένο με λίγες μπάλες έδινε τον Χριστουγεννιάτικο τόνο στο χώρο. 

***

-Μιχάλη, μπορείς να έλθεις να με βοηθήσεις λίγο, σε παρακαλώ; ακούστηκε από μέσα η φωνή της Ελένης που τον ξύπνησε απ’ την ρέμβη.

Έφυγε ο Μιχάλης απ’ το παράθυρο και πήγε στην κουζίνα. Το μυαλό του, όμως, ήταν ακόμη πίσω κι ήθελε να πάει πάλι στο παράθυρο να κάνει την ανάστροφη διαδρομή του χρόνου που μόλις πριν λίγο είχε αρχίσει. Είχε πολλά χρόνια να κάνει ένα τέτοιο πισωγύρισμα κι αυτό που συνέβη σήμερα του έφερνε μια γλυκύτητα και ηρεμία στην ψυχή. Τελείωσε αυτό που του ζήτησε η γυναίκα του κι επέστρεψε στο παράθυρο του σαλονιού. Κοίταζε βουβός τη βροχή που δεν έλεγε να σταματήσει και ξάφνου μέσα στα λασπόνερα, καθώς ένας διαβάτης πέρασε φάνηκε ένα τυλιγμένο πακετάκι.

-Μπαμπά! κοίτα τι είναι αυτό;
-Ποιο Μιχαλάκη μου;
-Να, αυτό το πακετάκι εκεί δεξιά!
-Πάμε να δούμε

Βγήκαν κι οι δυο τρέχοντας και προχώρησαν στον λασπωμένο χωματόδρομο, στο σημείο που φαινόταν το πακετάκι. Με λαχτάρα ο Μιχάλης τόπιασε στα χέρια του. Ήταν ένα κουτάκι τυλιγμένο με γιορταστικό χαρτί. Βιαστικά έσκισε το χαρτί, λέρωσε τα χέρια του και φάνηκε το κουτάκι με την κούρσα-παιχνίδι!

-Ο Αη-Βασίλης τόφερε! Μα γιατί δεν τον είδα; Όλη την ώρα ήμουν εδώ!

Το παιδικό του μυαλό δεν μπόρεσε να θυμηθεί μέσα στην μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση της στιγμής ότι κάποια συμφωνημένη στιγμή τον είχε φωνάξει η μάνα του στην κουζίνα και στο διάστημα αυτό βγήκε ο πατέρας του κι άφησε μέσα στη λάσπη το δωράκι.

***

Ακριβώς το ίδιο σκηνικό μετά από πολλά χρόνια, όμως δεν υπάρχει κάποια κούρσα-παιχνίδι στον βρεγμένο δρόμο να τον περιμένει. Μόνο η θύμηση υπάρχει, να παίζει το παιχνίδι της και να γεμίζει νοσταλγία την ψυχή του. Είναι ευτυχισμένος ο Μιχάλης!


A.Γ.


Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Χειμωνιάτικη Νύχτα

 

 Winter Night: Teresa Wegrzyn

H σύνθεση "Χειμωνιάτικη Νύχτα" της Αγγλίδας συνθέτριας Σεσίλια ΜακΝτάουαλ (γεν.1951) είναι μια Χριστουγεννιάτικη καντάτα* που περιέχει διασκευές σε πέντε Χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Το έργο έχει γραφεί για μεικτή χορωδία, κουιντέτο χάλικινων πνευστών, εκκλησιαστικό όργανο και κρουστά.

Συνδυάζει αυτά τα πέντε δημοφιλή κάλαντα και δημιουργεί μια ατμόσφαιρα γεμάτη από το πνεύμα των Χριστουγέννων. Με την δημιουργική της αρμονία, τις ρυθμικές παραλλαγές αλλά και το ευφάνταστο δέσιμο ανάμεσα στα περάσματα από το ένα κάλαντο στο άλλο, η ΜακΝτάουαλ σκαρφίζεται και δημιουργεί μια χαρούμενη ατμόφαιρα, που την διανθίζει με γνωστό  αλλά και αναπάντεχο υλικό σε ίσα μερίδια και συνθέτει ένα ολοκληρωμένο μουσικό έργο. Ένα διεγερτικό φινάλε πλέκει αρκετές από τις μελωδίες για να κλείσει με ενθουσιασμό.

Cecilia McDowall


Η συνθέτρια έχει το ταλέντο να κάνει χαρούμενο το ακροατήριό της και ο συνδυασμός των καλάντων μέσα από την μουσική της πένα φέρνουν αυτή την ευφορία.

Παρακάτω θα ακούμε το κάθε κάλαντο ξεχωριστά και αμέσως μετά την μουσική επεξεργασία της συνθέτριας. 

1. In Dulci Jubilo (Σε Γλυκό Εορτασμό)





2. O Little One Sweet (Ω Γλυκό Μικρούλι)





3. Noel Nouvelet (Νέα Χριστούγεννα)
     Αυτό είναι ένα παραδοσιακό Γαλλικό κάλαντο και στα αγγλικά έχει
       μεταφραστεί ως "Sing We Now of Christmas" (Τώρα Τραγουδάμε για τα
       Χριστούγεννα)


    




4.  Still, still, still (Aκίνητος, ήρεμος, ήσυχος)





5. Sussex Carol (Κάλαντα του Σάσεξ)

https://www.youtube.com/watch?v=nWICUo65wW4&t=68s&ab_channel=KingsCollegeChoir




Η σύνθεση ακούγεται χωρίς διακοπή κι αν έχετε χρόνο μπορείτε να την ακούσετε ολόκληρη για να δείτε πόσο όμορφα η συνθέτρια δένει την μία μελωδία με την άλλη μέχρι και το τελευταίο κλείσιμο του έργου.



*καντάτα: Είναι είδος μουσικής φωνητικής σύνθεσης. Το όνομά της προέρχεται από το ιταλικό ρήμα "cantare=τραγουδώ. Το περιεχόμενό της είναι άλλοτε θρησκευτικού κι άλλοτε κοσμικού περιεχομένου και σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται όργανα ή ορχήστρα ως συνοδεία.

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

Μουσική για τα Χριστούγεννα



Η Μουσική για τα Χριστούγεννα αποτελείται από συνθέσεις διαφόρων κατηγοριών και την ακούμε την εποχή των Χριστουγεννιάτικων εορτών. Μπορεί να είναι μόνο οργανική μουσική ή στην περίπτωση των καλάντων περιέχονται στίχοι που η θεματογραφία τους περιλαμβάνει την γέννηση του Ιησού, τον Άγιο Βασίλη, την ανταλλαγή δώρων κλπ. 

Λόγω της σπουδαιότητας των Χριστουγεννιάτικων εορτών εντός των εκκλησιών, συνετέθησαν πάρα πολλά έργα ειδικά για την Χριστουγεννιάτικη περίοδο. Διάφοροι συνθέτες από την εποχή του Μπαρόκ (1600-1750 περίπου) μέχρι τον 21ο αιώνα έγραψαν μουσική για τα Χριστούγεννα.

Παρακάτω ας ακούσουμε κάποια δείγματα Μουσικής για τα Χριστούγεννα από διάφορα είδη και εποχές.

Ο Τόμας Τάλις (1505-1585) έγραψε μια Χριστουγεννιάτικη Λειτουργία από ένα Γρηγοριανό Μέλος "Puer natus est nobis" (=Διότι γεννήθηκε για μας). Ακούμε την πρώτη από τις 5 κινήσεις "Gloria".


Tallis: Missa Puer natus est nobis - 01. Gloria

Στην συνέχεια  Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία (H. Schutz: Weihnachtshitorie - Christmas Story) του Γερμανού Η. Schutz (1585-1672) όπου ο τενόρος Ευαγγελιστής  εξιστορεί την Γέννηση του Ιησού. Το βίντεο είναι Ελληνική παράσταση με Ευαγγελιστή τον εξαίρετο τενόρο Κ. Παλιατσάρα.


H.SCHUTZ WEIHNACHTSHISTORIE - CHRISTMAS STORY


O Hector Berlioz (1803-1869) έγραψε ένα σπάνιας ομορφιάς ορατόριο με τον τίτλο "Η Παιδική Ηλικία του Ιησού" (L'enfance du Christ). Ακούμε το γαλήνιο φινάλε "Ω Ψυχή μου" για τενόρο και χορωδία.

O mon âme from L'enfance du christ, final part by berlioz


Ο Άγγλος συνθέτης Μπέντζαμιν Μπρίττεν (1913-1976) έγραψε μια μεγάλη σύνθεση για τα Χριστούγεννα με τον τίτλο "Τελετή Καλάντων" (A Ceremony of Carols)  για τρίφωνη χορωδία, σολίστες και άρπα. Το κείμενο έχει 11 κινήσεις και είναι από το βιβλίο " The English Galaxy of Shorter Poems". Στα σχόλια του βίντεο μπορείτε να δείτε πότε αρχίζει κάθε μία από τις 11 κινήσεις.



Benjamin Britten - A Ceremony of Carols (Op. 28)

Και τώρα μερικά γνωστά ελληνικά και ξένα κάλαντα - τραγούδια σχετικά με τα Χριστούγεννα.


Feliz Navidad



Little Drummer Boy


 Happy Xmas (War Is Over)




London Symphony Orchestra - Silent Night



Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Δήμου Πειραιά




Καλά Χριστούγεννα σε όλους με υγεία, αγάπη, αλληλεγγύη! Και του χρόνου! 





Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

Ιθάκη

 

Stenhammar

Oscar Levertin 






H Iθάκη του Σουηδού Μουσικού Karl (Carl) Wilhelm Eugène Stenhammar (1871-1927) είναι μελοποίηση του ομώνυμου ποιήματος του συμπατριώτη του Oscar Levertin (1862-1906). Στο ποίημα αυτό, όπως γίνεται αντιληπτό, παρακολουθούμε τις έντονες αναμνήσεις, την λαχτάρα και το συναίσθημα του Οδυσσέα που όλο και γινόταν μεγαλύτερο καθώς πλησίαζε την πατρική γη μετά από την μακρόχρονη απουσία του. 

   Ο Στενχάμαρ υπήρξε ένας απ' τους σπουδαιότερους συνθέτες της Σουηδίας κι εξαιρετικός πιανίστας της εποχής του. Μελέτησε μουσική στην Στοκχόλμη και στο Βερολίνο και ήταν εξέχουσα προσωπικότητα στο μουσικό γίγνεσθαι της Στοκχόλμης.

   H νοσταλγία υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους και τους πολιτισμούς άραγε όμως πώς καθορίζεται σε κάποια συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή; Και για τον ποιητή ποιά ήταν η νοσταλγία του; Να επιστρέψει στην πατρίδα του ή να προχωρήσει στον προορισμό του; Προερχόταν από Εβραϊκή γενιά και άραγε πού ήταν η πραγματική πατρίδα του; Η ρομαντική διάθεση της Ιθάκης και της Ελλάδας είναι η κλασική αναζήτηση που ποτέ δεν σταματάει και το βλέμμα ατενίζει προς την αιωνιότητα.

 Οι στίχοι του ποιήματος σε μετάφραση δική μου από την Αγγλική μετάφραση που βρήκα στο διαδίκτυο χωρίς υπογραφή.


Ιθάκη
Oνειρευόμουν ξένος σε μια παράξενη παραλία
Ένας Θεός ξέρει πόσα χρόνια
 θέλω να επιστρέψω στην πατρίδα μου. Είμαι ήδη στην θάλασα.
Η θύελα λυσσομανάει στα μεταξωτά πανιά

Μπροστά σε άπειρα υδάτινα ρεύματα
πέρασα τις Ηράκλειες Στήλες 
στρίβοντας το πηδάλιο του πλοίου
προς το μακρινό νησί στο γαλάζιο πέλαγος

Εκεί, ηλιοφώτιστο καταμεσής της θάλασσας, βρίσκεται
η Ιθάκη μου, το νησί
που ο θησαυρός των οπωροφόρων δένδρων πάντα λαμπυρίζει
και σπάνε τα μεγάλα κύματα
στις καλαμιές σαν ένα βουβό βραδυνό τραγούδι
από μια ερωτική λύρα που σε νανουρίζει 
εκεί, το ταξίδι  είναι τόσο δύσκολο και μακρύ
αλλά θα οδηγήσω το σκάφος μου.

Εκεί η αργυρή λεύκα έχει αυτό το ιερό θρόισμα
που προστατεύει με την ηρεμία της.
Ω, οι δρόμοι του κόσμου, πόσο μ' έχουν κουράσει!
Ακούω τις βουβές προσκλήσεις
προς την Ιθάκη που νοσταλγώ, το σπίτι της καρδιάς μου
το άσπρο μου νησί στην θάλασσα.

Στο ταξίδι για την πατρίδα ακούω αφηρημένα
τις επιθυμίες της ζωής και τον θόρυβο
σαν κάποιος που με συνάντησε τυχαία
και με κρατάει σφιχτά απ' το μπράτσο.

Αδέλφια, αν και περπατώ ανάμεσά σας
ήδη τις θύελλες, σαν χάδια
με την αινιγματική στιγμή του αποχαιρετισμού,
γελοιοποιώ.
Έχω πάρει την απόφασή μου.

Ακόμη πιο έντονα ακούω κάθε μέρα
την ελκυστική μουσική
σαν την ηχώ των κυμάτων που σκάνε το βράδυ
στην ακτή του όρμου στο πατρικό νησί μου!

Ονειρεύομαι καθώς γέρνω στην πλώρη του πλοίου.
Τα δελφίνια διασκεδάζουν στον αφρό.
Δεν φαίνεται ακόμη το νησί, αλλά το άρωμα
των αμυγδάλων έρχεται με τον αέρα
και μου λέει ότι όλο και πλησιάζω.

Έτσι θα αντέξω όλες τις οδύνες 
που μπορεί ν' αντέξει ο άνθρωπος
γιατί το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν θα κρατήσει για πάντα
η οδύσσεια της καρδιάς μου.

Η μικρή αλλαγή της λύπης και της χαράς μου
έχει κιόλας ξεχαστεί,
όπως η γη θάβεται σε γη,
όταν το πλοίο φτάσει την Ιθάκη του, του ονείρου μου
το λευκό ανοιξιάτικο νησί στην θάλασσα.

(Oscar Levertin) 




Σε άλλη διάσταση κινείται η Καβαφική Ιθάκη, που οφείλουμε να αντιγράψουμε εδώ για να αντιληφθούμε τα διαφορετικά μήκη κύματος που κινούνται τα δύο ποιήματα.

Σὰ βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη,
νὰ εὔχεσαι νἆναι μακρὺς ὁ δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν θυμωμένο Ποσειδῶνα μὴ φοβᾶσαι,
τέτοια στὸν δρόμο σου ποτέ σου δὲν θὰ βρεῖς,
ἂν μέν᾿ ἡ σκέψις σου ὑψηλή, ἂν ἐκλεκτὴ
συγκίνησις τὸ πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα σου ἀγγίζει.

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν ἄγριο Ποσειδώνα δὲν θὰ συναντήσεις,
ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,
ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου.

Νὰ εὔχεσαι νά ῾ναι μακρὺς ὁ δρόμος.
Πολλὰ τὰ καλοκαιρινὰ πρωϊὰ νὰ εἶναι
ποὺ μὲ τί εὐχαρίστηση, μὲ τί χαρὰ
θὰ μπαίνεις σὲ λιμένας πρωτοειδωμένους·

νὰ σταματήσεις σ᾿ ἐμπορεῖα Φοινικικά,
καὶ τὲς καλὲς πραγμάτειες ν᾿ ἀποκτήσεις,
σεντέφια καὶ κοράλλια, κεχριμπάρια κ᾿ ἔβενους,
καὶ ἡδονικὰ μυρωδικὰ κάθε λογῆς,
ὅσο μπορεῖς πιὸ ἄφθονα ἡδονικὰ μυρωδικά.

Σὲ πόλεις Αἰγυπτιακὲς πολλὲς νὰ πᾷς,
νὰ μάθεις καὶ νὰ μάθεις ἀπ᾿ τοὺς σπουδασμένους.
Πάντα στὸ νοῦ σου νἄχῃς τὴν Ἰθάκη.
Τὸ φθάσιμον ἐκεῖ εἶν᾿ ὁ προορισμός σου.

Ἀλλὰ μὴ βιάζῃς τὸ ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλὰ νὰ διαρκέσει.
Καὶ γέρος πιὰ ν᾿ ἀράξῃς στὸ νησί,
πλούσιος μὲ ὅσα κέρδισες στὸν δρόμο,
μὴ προσδοκώντας πλούτη νὰ σὲ δώσῃ ἡ Ἰθάκη.

Ἡ Ἰθάκη σ᾿ ἔδωσε τ᾿ ὡραῖο ταξίδι.
Χωρὶς αὐτὴν δὲν θἄβγαινες στὸν δρόμο.
Ἄλλα δὲν ἔχει νὰ σὲ δώσει πιά.

Κι ἂν πτωχικὴ τὴν βρῇς, ἡ Ἰθάκη δὲν σὲ γέλασε.
Ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες, μὲ τόση πείρα,
ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες ᾑ Ἰθάκες τί σημαίνουν.

(Κ. Π. Καβάφης)

Με δυο λόγια η Ιθάκη του Καβάφη είναι ποίημα προορισμού και στόχου ενώ του Levertin είναι ποίημα νοσταλγίας. Ο Καβάφης μας συμβουλεύει ότι το ταξίδι αυτό θα μας δώσει γνώσεις ενώ ο Levertin ανυπομονησία για να φτάσουμε.

Δύο βίντεο με την μελοποίηση της Ιθάκης του Καβάφη


Κ.Π Καβάφης "Ιθάκη" (Μελοποίηση:Γιάννης Γλέζος)



"ΙΘΑΚΗ" Κ. Καβάφης (μελοποίηση: Κώστας Πουλής)



ΠΗΓΕΣ
Wikipedia
levandemusikarv
Bards from the Nobel Land

Χωρισμός

 



      Η αχλή απλώθηκε σαν αραχνοΰφαντο τούλι και σκέπασε το πάρκο, τους δρόμους και τα σπίτια. Η υγρασία του Φθινοπώρου ήταν συνηθισμένο φαινόμενο αυτή την ώρα. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και τα πρώτα φώτα που άναψαν απ’ τους γύρω φανοστάτες έστελναν τις ακτίνες τους σαν ομπρέλες άυλες καλύπτοντας την περίμετρο της εμβέλειάς τους. Από μακριά έδιναν την εντύπωση κάποιας παράξενης σκηνής θεάτρου, έρημης από ηθοποιούς αλλά και χωρίς θεατές.  Τα παιδιά κι οι μητέρες που βρίσκονταν στο πάρκο νωρίτερα, είχαν φύγει. Μόνο ο απόηχος των τρεχαλητών κι οι πατημασιές στο χώμα απέμειναν. Σ’ ένα κλαδί κρεμόταν μια ξεχασμένη παιδική φανέλα να θυμίζει κάποιο παιδάκι που την ακούμπησε εκεί γιατί ζεστάθηκε απ’ το κυνηγητό και την έβγαλε. 

     Στο βάθος του πάρκου, πίσω απ’ τους κλαδεμένους θάμνους, φάνηκε ένας άνδρας να περπατάει σαν να μην ήξερε πού να πάει. Προχωρούσε πολύ αργά και είχε το κεφάλι του σκυφτό. Τα μαλλιά του ήταν αχτένιστα και είχε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του. Έκανε ένα βήμα και κοντοστεκόταν. Έστριβε για λίγο το κεφάλι πίσω του λες κι αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να επιστρέψει. Έκανε άλλο ένα βήμα μπροστά, μετά δύο, τρία πάλι με το κεφάλι σκυμμένο μέχρι που έφτασε κάτω από έναν φανοστάτη. Ήταν θλιμμένος, αξύριστος και το σακάκι του ξεκούμπωτο. Είχε φύγει για να λυτρωθεί απ’ το πρόβλημα του σπιτιού του ψάχνοντας το τυχαίο σωσίβιο της βαρετής πια ζωής του. Έμοιαζε με ηθοποιό που ξαφνικά εμφανίστηκε στο αλλόκοτο θέατρο, εκεί κάτω απ’ τον φανοστάτη, που όμως υποδυόταν τον μονόλογο της ύπαρξής του.

     Σκέφτηκε το χθεσινό πρωινό του Σαββάτου, του τελευταίου Σαββάτου που ήταν μαζί της. Είχε αποφασίσει να λείπει, να μην είναι εκεί παρών στην τελευταία πράξη της αναχώρησης. Μέσα του δεν άντεχε να βιώσει αυτή την κατάληξη της σχέσης τους. Δεν τα κατάφερε, όμως. Λες και κάποια φωνή τον έπειθε ότι έπρεπε να γευτεί το δηλητήριο της θλίψης μέχρι το τέλος. Κάποια αόρατα βαρυτικά πεδία τον εμπόδιζαν να φύγει. Ήταν μοιραίο να κλείσει αυτός την πόρτα πίσω της.  Οι τσάντες κι οι βαλίτσες της φουσκωμένες και κλειστές περίμεναν στα κάτω σκαλοπάτια λίγο πριν την έξοδο του σπιτιού τους. Ήλθε το αυτοκίνητο, πήρε ο οδηγός βιαστικά το βιός της και το έβαλε μέσα. Εκείνη, αγέρωχη κι αποφασισμένη επιθεώρησε τα δωμάτια του σπιτιού μη τυχόν κι είχε ξεχάσει κάτι. Δεν βρήκε τίποτε κι αμίλητη άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά, σίγουρη ότι δεν θα επιστρέψει ποτέ πια. ‘Έτεινε να του δώσει τα κλειδιά της κοιτάζοντας πίσω απ’ αυτόν, στον κενό χώρο. Εκείνος, προσπαθώντας να μαζέψει τα κομμάτια που του παράτησε εκείνη, της είπε να κρατήσει τα κλειδιά. Της είπε ότι θα την περίμενε να γυρίσει, ότι την αγαπούσε. Εκείνη, χωρίς να τον κοιτάξει, χωρίς να του μιλήσει έφυγε. Σκληρό το τέλος…

     Κάθισε σ’ ένα παγκάκι μέσα στο σιωπηλό πάρκο. Μόνο η φωνή της νύχτας που έπεφτε μαύρη και σκοτεινή πέρα απ’ τις ακτίνες των φανοστατών ακουγόταν στ’ αυτιά του. Ήταν η μόνη του βουβή παρέα. Κρύφτηκε στην αγκαλιά της ζητώντας παρηγοριά στο σκοτάδι. Δυο δάκρυα ξέφυγαν απ’ τα μάτια του και τ’ άφησε να φτιάξουν το μονοπάτι τους στα μάγουλά του. Θόλωσαν τα μάτια του και το μυαλό του σταμάτησε. Έψαξε βιαστικά στην τσέπη του και έβγαλε τα τσιγάρα του. Άναψε ένα κι η φλόγα του σπίρτου φώτισε στιγμιαία το τσακισμένο του πρόσωπο. Μια, δυο ρουφηξιές σαν αναστεναγμοί χωρίς λύτρωση. Πολλά τα ερωτηματικά. Πού χάλασε η σχέση; Πού έφταιξε αυτός; Άραγε αγαπήθηκαν ποτέ;

     Προσπάθησε να ξαναζήσει στη μνήμη του τις χαρούμενες στιγμές μαζί της, τότε που έλαμπαν τα μάτια και των δύο από έρωτα. Μήπως ήταν μόνο πόθος; Αυτός πίστευε ότι την αγαπούσε. Δεν μπορούσε να σκεφτεί. Καθόταν μοναχός κι άκουγε τα τριζόνια που εμφανίστηκαν απρόσμενα συμμεριζόμενα το ζόρι του με τον μονότονο ρυθμό τους. Έμεινε εκεί αμήχανος γι’ αρκετή ώρα. Ένα έρημο σκυλί πέρασε, τον μύρισε κι έκατσε παράμερα. Ενώθηκαν οι αύρες τους και οι μοναξιές έγιναν δύο. Πίεσε τον εαυτό του να θυμηθεί τις όμορφες κοινές τους ώρες. Οι σκέψεις έρχονταν μπερδεμένες στο μυαλό του σαν άλυτα προβλήματα που δεν μπορούσε να διαχειριστεί μόνος του. Δεν έβρισκε καμιά εξήγηση στα γιατί που τον βασάνιζαν.

     Του είχε ανακοινώσει ότι ήθελε να χωρίσουν πριν δέκα μέρες. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι χάθηκε η αγάπη τους. Πάλεψε να μάθει το γιατί. Εκείνη ήρεμα κι απλά του είπε ότι δεν τον αγαπούσε πια. Μήπως είχε μπει άλλος στη ζωή της; Εκείνη είπε “όχι”. Μόνο ότι ένιωθε την ζωή της εγκλωβισμένη με κάποιον άνθρωπο που της ήταν πλέον αδιάφορος. Δεν θέλησε να την πιέσει περισσότερο. Ήξερε καλά πως ό,τι του έλεγε αυτό ήταν. Δεν άλλαζε γνώμη ή άποψη. Δεν ήταν στον χαρακτήρα του να την παρακαλέσει. Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν οι δυσκολότερες της ζωής του. Γι’ αυτόν όλα ήταν χωρίς νόημα, άχρωμα κι αισθανόταν χαμένος και παγιδευμένος σε χίλιες σκέψεις και λίγα λόγια. Μετά, όταν ήλθε η αγωνία του τέλους, η φυγή της του άφησε την καταραμένη κατάθλιψη.

      Κι όμως. Είχαν ζήσει στιγμές ανεπανάληπτες μαζί, τότε που πίστευε πως ο χρόνος είχε σταματήσει γι’ αυτούς. Τότε που το ευτυχισμένο παρόν τους είχε διαλύσει το ανιαρό παρελθόν της μοναξιάς τους σαν να άνθισε ξαφνικά το λουλούδι μιας πραγματικής αγάπης. Θυμήθηκε τους παλμούς της καρδιάς της που συμπλήρωναν τους ρυθμούς της δικής του καρδιάς. Μίλαγαν οι ψυχές τους μέσα απ’ τα μάτια τους. Κι έλαμπε εκείνη απ’ την τόση ευτυχία…

     Ω! Εκείνη ήταν η πηγή της ελπίδας του, το νόημα της ύπαρξής του. Κάθε λύπη και πόνος του πνιγόταν μέσα στα υγρά της μάτια που καθρεπτιζόταν το πρόσωπό του. Πόσο αποζητούσε αυτά τα μάτια που τα είχε λατρέψει απ’ την πρώτη στιγμή. Ήταν το υπήνεμο αγκυροβόλι του.

Του ήρθαν στο νου οι στίχοι του Ελύτη:



Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς μέσα|
στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι
Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μοναξιά,
σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!

     Άρχισε να κρυώνει λίγο. Η νύχτα είχε εντελώς νικήσει τη μέρα κι αχνόφεγγαν τ’ αστέρια την Κυριακή αυτή του Νοέμβρη.  Αποζητούσε την θαλπωρή του σπιτιού του και σηκώθηκε να φύγει. Προχώρησε προς τα κει. Σταμάτησε όμως μόλις συνειδητοποίησε ότι στο άδειο σπίτι του, εκεί που η αγάπη ήταν παρελθόν, το κρύο ήταν μεγαλύτερο. Έκανε μεταβολή και πήγε προς την άλλη μεριά του πάρκου. Μαζί του σηκώθηκε κι ο σκύλος και χάθηκαν κι οι δυο στα μονοπάτια , σκιές μονάχες, απόμακρες, θλιβερές κι απελπισμένες.

     Άδειασε το παγκάκι κι απόμειναν τα τριζόνια κι οι φανοστάτες.

A.Γ.


Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

Χαμαιλέων

 

φωτογραφία: Δ. Ζαραφωνίτης



Με φώναξε Χαμαιλέων. Ταράχτηκα γιατί δεν ήμουν εγώ αλλά εκείνος. Περπατούσαμε μαζί στους καλαμιώνες κι είχε γίνει κίτρινος. Είμαστε πολλά χρόνια μαζί, αλλά ποτέ δεν με είχε φωνάξει με το όνομά του. Συνήθως δεν με αποκαλούσε τίποτε.


Στον αέρα τα φυλλώματα
θρόιζαν απαλά
ο ήλιος του καλοκαιριού έκαιγε το χώμα
τα μάτια του είχαν γουρλώσει
δεν ξέρω γιατί
συνήθως του αρέσει η ζέστη
κάτι τον ενόχλησε
Δεν ρώτησα
Περίμενα να μου πει


Με ξαναφώναξε Χαμαιλέων και τότε έσκυψα και τον σήκωσα μέσα στις παλάμες μου. Ήταν ακόμη κίτρινος, φοβισμένος και δειλός όπως τις περισσότερες φορές που βγαίναμε βόλτα μαζί.  Έτρεμαν τα πόδια του 


Μα είσαι λιοντάρι, του είπα
Δεν φοβούνται τα λιοντάρια
Τα λιοντάρια κυβερνούν
Λιοντάρι που σέρνεται, είπε αυτός
Και ποιον να κυβερνήσω στο χώμα
μυρμήγκια, σαύρες, κατσαρίδες ο λαός μου
τον φοβάμαι κι ας τρέφομαι από αυτόν
πάρε με από δω.


Ακούστηκε νερό που κύλαγε, ρυάκι ή ποταμάκι. Πήγα προς τα κει κι αυτός μέσα στις παλάμες μου ηρέμησε. Ξέρω ότι αγαπά και το νερό. Φτάσαμε. Ήταν όμορφα εκεί με δέντρα σκιερά και νοτισμένο χώμα. 


Σ’ αρέσει εδώ; τον ρώτησα
Τον άφησα κάτω, σε χλόη δροσερή
με κοίταξε με απορία και πρασίνισε

Ήξερα ότι δεν μπορούσε να δει το χρώμα του
Έβλεπε μόνο των άλλων το χρώμα

Βρήκες την ισορροπία σου, του είπα
Δεν βαριέσαι, μουρμούρισε
Πάνω και κάτω είναι όλα
κουράστηκα να είμαι μαζί σου
άσε με μόνο, γέρασα
δεν έχω άλλα περιθώρια
θέλω να μείνω μόνος
κατάλαβέ με

Δεν μπορώ, είσαι εγώ, είμαι εσύ
μαζί σου γνώρισα τον κόσμο
μ’ έμαθες να κρύβομαι 
και δεν μπορώ χωρίς εσένα
μην μου ζητάς αντίο


Αυτά τα χρώματα στα φύλλα των δέντρων το καλοκαίρι, τα ανοιχτά και σκούρα πράσινα, αυτά τα σχήματα κι οι σπίθες του ήλιου να χορεύουν ανάμεσά τους ήταν το καλύτερο καμουφλάζ για μένα. Σταθήκαμε μαζί για λίγο αμίλητοι ενώ πετούσαν πουλιά τριγύρω κάνοντας τρίλλιες και μελίσματα. 


Δεν κουνήθηκε
κόντεψα να τον  χάσω έτσι πράσινος που ήταν
Μίλησέ μου, του είπα
Δεν μπορώ χωρίς την φωνή σου
με ηρεμεί κι ας είναι κι αυτή πράσινη
Είπε με φωνή πράσινη ότι θέλει να κοιμηθεί εκεί δα
κοιμήσου κι εσύ δίπλα μου
στο υπόσχομαι δεν θα φύγω

Ξαπλώσαμε κι οι δύο δίπλα στο ρυάκι και ο ήχος του μας κοίμισε
φοβόμουν μην τον λιώσω σε κάποιο γύρισμα του κορμιού μου
Είδα όνειρο, ότι έφυγε
ότι έμεινα μόνη μου
ξύπνησα με κραυγή.
Ήταν ακόμη δίπλα μου
Ήρεμος, πράσινος, κοιμισμένος

Γιατί, αναρωτήθηκα, να είμαι εγώ εξαρτημένη απ’ αυτόν κι όχι το αντίθετο; Σηκώθηκα κι ήθελα να του κάνω το χατήρι, να τον αφήσω μόνο του και να τον απαλλάξω από μένα. Πήγα στο ρυάκι και μάζεψα πλακουδερές πέτρες, καμιά δεκαριά, μεγάλες και μικρές. Τις πήγα δίπλα του. Είχε ξυπνήσει.

Γκρίζες πέτρες, είπε
αποφάσισες κάτι;
βρήκες λύση; 

Έγινε κι εκείνος γκρι

Τυχαία τις μάζεψα
δεν ξέρω τι λες

Μέσα σου ξέρεις ότι δεν με χρειάζεσαι
Άσε με 
Γίνε εσύ λιοντάρι
και θα σου χαρίσω το ουράνιο τόξο.


Α.Γ.

ΥΓ. Είχα την τιμή και την χαρά να διαβαστεί το αφήγημά μου απ' την ηθοποιό, ποιήτρια, τραγουδοποιό και μουσική παραγωγό Φάνυ Πολέμη στην εκπομπή της την Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021 στο Sin Radio. Η απόδοσή της είναι εξαιρετική και "Ο Χαμαιλέων" ακούγεται περίπου στην 1 ώρα και 18.30 λεπτά.

https://www.mixcloud.com/fanypolemi/fanorama-sin-2s-5-131221/?fbclid=IwAR1KdjCaegXG6y9UYzKs8tfVNf2lZ2A-Ze0gOoGpiew10tkPUzBobHt2aNQ

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

Τραγικές Γυναίκες που ποτέ δεν έφυγαν...

     




  Μας άφησε το πούλμαν έξω από τον χώρο με τα αρχαία ερείπια στον ευρύτερο χώρο της Επιδαύρου. Είχαμε και μία ξεναγό μαζί μας που την ακολουθούσαμε και κάθε τόσο σταματούσε να μας δώσει πληροφορίες για την ιστορία τους και τον πολιτισμό τους. Στάθηκα λίγο πιο πίσω από τους άλλους γιατί κάτι μου κέντρισε την περιέργεια. Σαν να είδα κάτι να τρέχει ή να κρύβεται εκεί στα χαλάσματα. Πήγε το μυαλό μου πως ήταν κάποιο φίδι ή σαύρα κι ήμουν προσεκτικός. Σταμάτησα και περίμενα. Και τότε τρομαγμένος είδα να πλανώνται ίσκιοι στις ρωγμές και να ακούγονται θροΐσματα μανδυών και χλαμύδων απ’ το ελαφρύ αγέρι. Σκέφτηκα ότι θα είναι η φαντασία μου. Ήμουν έτοιμος να φύγω και να πάω στην ομάδα όταν είδα να ξεπετάγεται η φιγούρα της Εκάβης. Της γυναίκας που ήταν πότε δυναμική βασίλισσα και πότε σκύλα, πότε υπεράνθρωπη και πότε απάνθρωπη όταν τύφλωσε τον δολοφόνο του  γιού της. 


Ω αστροφεγγιά θεϊκή κι ω νύχτα αφέγγαρη,
γιατί με ξεσηκώσαν έτσι, μέσα στα σκοτάδια,
τρομάρες και φαντάσματα; Ω Γη σεβάσμια,
μάνα των μαυροφτέρουγων ονείρων,
μακριά από μένα η φοβερή ονειροφαντασιά
που μ᾽ έκρουσε μεσονυχτίς, για το παιδί μου
που ζει στη Θράκη

(Ευριπίδης: Εκάβη - απόσπασμα)

       Ανατρίχιασα ολόκληρος καθώς η άλλοτε ισχυρή βασίλισσα με κοίταζε σαν πονεμένη μάνα που έχασε όλα τα παιδιά της. Μου σφύριξε το αερικό στ’ αυτί ότι οι θεοί την λυπήθηκαν και την έκαναν σκυλί. Έμεινε για πάντα στην πατρίδα της γιατί οι γυναίκες δεν φεύγουν ποτέ.


Λήδα Πρωτοψάλτη - Οδηγήστε Με Ψυχοκόρες - Εκάβη



     Έφυγα τρέχοντας απ’ το σημείο εκείνο, φοβισμένος και πιστεύοντας ότι χάνω το μυαλό μου. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκα, να συμβαίνουν αυτά τα πράγματα που ζω. Σίγουρα έχω παραισθήσεις, αλλοτριωμένη πραγματικότητα. Στο μεταξύ η ομάδα είχε προχωρήσει πολύ μπροστά κι είχα μείνει μόνος προσπαθώντας να καταλάβω τι έπαθα. 

   Καθώς βιαζόμουν να απομακρυνθώ,  στις πάνω κερκίδες του θεάτρου  βλέπω μια οπτασία να θρηνεί και να περπατάει με σκυμμένο κεφάλι. Μαρμαρώνω και ανοίγω το στόμα μου έκπληκτος. Μέσα στα κλάματα ακούγεται ένα όνομα: “Ιφιγένεια, κόρη μου σ’ έχασα για πάντα και φταίει ο πατέρας σου.” Τα μάτια της γεμάτα δάκρυα πέφτουν στα μάγουλά της και στα αναφιλητά της ζητάει το παιδί της που θυσιάστηκε. Ξαφνικά, η όψη της σκληραίνει και σπίθες χαράς κι αγαλλίασης βγαίνουν απ’ τα μάτια της. 

..."έτσι ξερνάει πεσμένος χάμω την ψυχή του και το αίμα του σαν ψιλή σφήνα ξεπετώντας,
 σαν μαύρες στάλες φονικής δροσιάς με ραίνει κι εύφρανε την ψυχή μου 
όχι πιο λίγο απ΄ ό,τι του θεού η βροχούλα τα σπαρτά στο πλούμισμά τους..
 Μόνος του το ποτήρι γιόμισε με τόσες στο σπίτι συμφορές, που ήρθε και το' πιε ο ίδιος"

(Αισχύλος: Αγαμέμνων - απόσπασμα)

Νιώθω την χαρά της γιατί εκδικήθηκε σκοτώνοντας τον υπαίτιο της θυσίας. Εκτέλεσε το σχέδιό της και δολοφονήθηκε απ’ τον γιο της. Έμεινε για πάντα στο παλάτι της γιατί οι γυναίκες δεν φεύγουν ποτέ. 
 

Νίκος Ξυδάκης - Κλυταιμνήστρα


Μελαγχόλησα. Πήγα και στάθηκα στην σκιά ενός δέντρου κι ήπια μια γουλιά νερό απ’ το παγούρι μου. Οι χτύποι της καρδιάς μου ήταν έντονοι. Έμεινα αποσβολωμένος κι εκστατικός. Φαινόταν ότι ο χρόνος  με είχε πάει σε άλλους αιώνες. Ξαφνικά  φάνηκε μια μαυροφορούσα γυναίκα να κλαίει και να χτυπιέται θρηνώντας τον θάνατο του αδελφού της. Το νεκρό του σώμα παραμένει άταφο για λόγους προδοσίας κι αυτή σπεύδει να υπακούσει στον θεϊκό νόμο να θάψει τον νεκρό αδελφό της αψηφώντας τον ανθρώπινο νόμο. Είναι η Αντιγόνη. 

Ούτε θα σε παρακαλούσα, μα ούτε
κι αν το' θελες ακόμα θα δεχόμουν
μ' ευχαρίστηση εγώ τη σύμπραξή σου·
μείνε με τις ιδέες σου εσύ, μα εκείνον
θα θάψω εγώ· γλυκός για μένα θα 'ναι,
σαν θα το κάμω, ο θάνατος· μαζί του,
σ' αγαπημένον πλάι αγαπημένη
θα κοίτωμαι, για τ' άγιο αυτό μου κρίμα·
γιατ' ειν' ο χρόνος πιο πολύς που πρέπει
στους κάτω πάρα στους εδώ ν' αρέσω,
αφού με κείνους θα 'μαι αιώνια· εσύ
μπορείς, αν θέλης, να περιφρονής
τα τίμια των θεών.

(Σοφοκλής: Αντιγόνη - απόσπασμα)

Με κυριεύει μια θλίψη, μια αγωνία και ένας κόμπος ανεβαίνει στον λαιμό μου. Βουίζει η απόφαση του βασιλιά να θαφτεί ζωντανή για την ανυπακοή της στον νόμο. Αυτή μοιρολογεί κι απαγχονίζεται. Μια τέτοια περήφανη κόρη να χαθεί και να μην προλάβουν να της πουν ότι της δόθηκε χάρη. Έμεινε για πάντα στην Θηβαϊκή γη γιατί οι γυναίκες δεν φεύγουν ποτέ.


Mikis Theodorakis: Antigone, Scene 4: How Dared You Disobey the Law?



Η παρέα μου άρχισε να με αναζητεί, αλλά εγώ είχα εκστασιαστεί απ’ την μοναδική μου εμπειρία και κρυβόμουν πίσω από θάμνους και δέντρα γιατί ήθελα να συνεχίσω αυτό το ταξίδι της φαντασίας. Όμως η ώρα είχε περάσει κι έπρεπε να επιστρέψουμε στο πούλμαν για την αναχώρηση. Άφησα αυτές τις γυναίκες να στοιχειώνουν στο Θέατρο της Επιδαύρου και στα ερείπια πιο κει χορεύοντας τους θρηνητικούς τους χορούς μέσα στους αιώνες.

Α.Γ.

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

Επέστρεψε με χέρι νικημένο;

 





Τι είναι ένα χέρι; Δάχτυλα, παλάμη, τένοντες κι αρθρώσεις; Χέρι μικρό, μεγάλο, ανδρικό, γυναικείο, παιδικό. Χέρι απ’ όλες τις Ηπείρους και τις φυλές. Γέρικο σαν του παππού μου, που το θυμάμαι γεμάτο ρυτίδες και καφέ σημάδια και παιδικό, μικρό και άγουρο σαν το δικό μου που το έπιανε και το γέμιζε φιλιά. Χέρι σιωπηλό αλλά με τόσες ιστορίες πάνω του. Το χέρι της Εύας που το άπλωσε πάνω στο δέντρο, πήρε το μήλο, έφαγε και κόστισε στον άνθρωπο την φυγή απ’ την ευδαιμονία και το πέρασμα στις ωδίνες της βιοτής, της καθημερινότητας. 

Σαν εκείνη τη φορά, στο σχολείο που μας σήκωσε στον πίνακα ο δάσκαλος για να ελέγξει πόσο καλά μάθαμε την προπαίδεια και μού λαχε το επτά επί επτά. Κόμπιασα. Έπρεπε να απαντήσω σαν ρομπότ αυτόν τον τρομακτικό αριθμό “σαράντα εννιά” κι εγώ κοίταζα σαν χαμένη. Μου είπε να ανοίξω την παλάμη μου και μού ριξε μια βιτσιά που ακόμη θυμάμαι το τσούξιμο. Με στοίχειωσε αυτό το “σαράντα εννιά.” Δεν το έχω ξεπεράσει κι ας μένω στην οδό Πλουτάρχου 49. Όταν μετακόμισα σ’ αυτό το σπίτι είπα μέσα μου ότι θα ήταν η καλύτερη ευκαιρία να αντιμετωπίσω τον δράκο 49. Ακόμη υπάρχει μέσα μου. 

Σ’ αυτό το σπίτι όταν πήγα ο προηγούμενος ένοικος είχε αφήσει σ’ ένα ντουλάπι λίγα βιβλία. Τα ξέχασε ή τα παράτησε δεν ξέρω. Τα κοίταξα και ένα από αυτά με τίτλο “Παλατινή Ανθολογία” είχε ποιήματα από αρχαίους Έλληνες. Το έπιασα με το χέρι μου και το άνοιξα.  Εντυπωσιάστηκα γιατί βρήκα ένα ποίημα του Πλάτωνα ανάμεσα σε Σαπφώ, Μίμνερμο, Αρχίλοχο και άλλους. Έκπληξη για μένα, γιατί δεν γνώριζα τον Πλάτωνα ως ποιητή. Κι είχε ένα ποίημα “Το Μήλο”, που μιλάει για την αγάπη.

Αυτό το μήλο της αγάπης αλλά και της έριδας έφερε τον Πάρη  στο δίλημμα πού να το δώσει, σε ποιά ομορφότερη, ποιά να προτιμήσει και ποιές να κακοκαρδίσει. Σήκωσε  το χέρι του και το έδωσε στην Αφροδίτη,"τη καλλίστη." Ήλθε ο πόλεμος και το χέρι κρατούσε όπλο και σκότωνε, βίαζε, έκαιγε κι έκλεβε. Άφησε πίσω του στάχτη και όλεθρο αντί για την αγάπη που ζήταγε ο Πλάτων.

 Το χέρι της μάνας μου κράταγα στο νοσοκομείο όταν ήταν στα τελευταία της σάμπως να προσπαθούσα να της δώσω λίγη ζωή με το άγγιγμά μου και τόνιωθα αδύναμο με όλα τα σημάδια της παραίτησης γιατί εκείνη το έδινε σ’ ένα άλλο χέρι που δεν έβλεπα αλλά ένιωθα τον θάνατο να το αρπάζει. 

Τι είναι ένα χέρι; Πόσο πιο ωραία είναι δύο χέρια. Δύο χέρια υψωμένα, της ικεσίας. Η θεία Ρόζα τραγουδούσε τις “Νύχτες Καλοκαιριού” του Μπερλιόζ κι όταν έφτανε στο τέταρτο, “Απουσία”, σήκωνε τα δυό της χέρια ψηλά σαν να ζητούσε απ’ το υπερπέραν να φέρει πίσω την αγάπη της. Φορούσε ένα φόρεμα με φαρδιά μανίκια κι όπως την κοίταζα αποσβολωμένη νόμιζα ότι έβλεπα πότε μια νυχτερίδα και πότε έναν άγγελο. Τελικά η θεία Ρόζα εξελίχθηκε σε νυχτερίδα, ο Θεός να την αναπαύσει.

Δύο χέρια το ένα αντίκρυ από τ’ άλλο που σφίγγονται και με το άγγιγμά τους λένε λόγια. Σας έχει τύχει να κάνετε χειραψία με κάποιο χέρι άτονο; Νομίζεις ότι πιάνεις άχυρο ή κάτι τέτοιο. Τι να σου πει ένα τέτοιο χέρι. Σε διώχνει, σου προκαλεί αρνητικό συναίσθημα. Είναι όμως και κάποια άλλα χέρια που νιώθεις το αίμα να κυλάει στις φλέβες τους ζεστό και φιλικό και θέλεις πάλι να τα αγγίξεις γιατί σου μεταφέρουν μηνύματα ζωντάνιας και δύναμης. Με την αφή τους νομίζεις ότι έχεις και την γεύση και την μυρωδιά τους.

Χέρι δύναμης, χέρι παρηγοριάς, χέρι πονεμένο, πεινασμένο, ελεήμον, της αλληλεγγύης.  Χέρι κι όχι χωρίς χέρια, γιατί τα χέρια είναι οι ασπίδες μας. Χέρι του πρωτόγονου αλλά και του αστροναύτη, χέρι μεγαλειώδες και ποτέ νικημένο όσο υπάρχει ο άνθρωπος.

Α.Γ.