Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

Χωρισμός

 



      Η αχλή απλώθηκε σαν αραχνοΰφαντο τούλι και σκέπασε το πάρκο, τους δρόμους και τα σπίτια. Η υγρασία του Φθινοπώρου ήταν συνηθισμένο φαινόμενο αυτή την ώρα. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και τα πρώτα φώτα που άναψαν απ’ τους γύρω φανοστάτες έστελναν τις ακτίνες τους σαν ομπρέλες άυλες καλύπτοντας την περίμετρο της εμβέλειάς τους. Από μακριά έδιναν την εντύπωση κάποιας παράξενης σκηνής θεάτρου, έρημης από ηθοποιούς αλλά και χωρίς θεατές.  Τα παιδιά κι οι μητέρες που βρίσκονταν στο πάρκο νωρίτερα, είχαν φύγει. Μόνο ο απόηχος των τρεχαλητών κι οι πατημασιές στο χώμα απέμειναν. Σ’ ένα κλαδί κρεμόταν μια ξεχασμένη παιδική φανέλα να θυμίζει κάποιο παιδάκι που την ακούμπησε εκεί γιατί ζεστάθηκε απ’ το κυνηγητό και την έβγαλε. 

     Στο βάθος του πάρκου, πίσω απ’ τους κλαδεμένους θάμνους, φάνηκε ένας άνδρας να περπατάει σαν να μην ήξερε πού να πάει. Προχωρούσε πολύ αργά και είχε το κεφάλι του σκυφτό. Τα μαλλιά του ήταν αχτένιστα και είχε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του. Έκανε ένα βήμα και κοντοστεκόταν. Έστριβε για λίγο το κεφάλι πίσω του λες κι αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να επιστρέψει. Έκανε άλλο ένα βήμα μπροστά, μετά δύο, τρία πάλι με το κεφάλι σκυμμένο μέχρι που έφτασε κάτω από έναν φανοστάτη. Ήταν θλιμμένος, αξύριστος και το σακάκι του ξεκούμπωτο. Είχε φύγει για να λυτρωθεί απ’ το πρόβλημα του σπιτιού του ψάχνοντας το τυχαίο σωσίβιο της βαρετής πια ζωής του. Έμοιαζε με ηθοποιό που ξαφνικά εμφανίστηκε στο αλλόκοτο θέατρο, εκεί κάτω απ’ τον φανοστάτη, που όμως υποδυόταν τον μονόλογο της ύπαρξής του.

     Σκέφτηκε το χθεσινό πρωινό του Σαββάτου, του τελευταίου Σαββάτου που ήταν μαζί της. Είχε αποφασίσει να λείπει, να μην είναι εκεί παρών στην τελευταία πράξη της αναχώρησης. Μέσα του δεν άντεχε να βιώσει αυτή την κατάληξη της σχέσης τους. Δεν τα κατάφερε, όμως. Λες και κάποια φωνή τον έπειθε ότι έπρεπε να γευτεί το δηλητήριο της θλίψης μέχρι το τέλος. Κάποια αόρατα βαρυτικά πεδία τον εμπόδιζαν να φύγει. Ήταν μοιραίο να κλείσει αυτός την πόρτα πίσω της.  Οι τσάντες κι οι βαλίτσες της φουσκωμένες και κλειστές περίμεναν στα κάτω σκαλοπάτια λίγο πριν την έξοδο του σπιτιού τους. Ήλθε το αυτοκίνητο, πήρε ο οδηγός βιαστικά το βιός της και το έβαλε μέσα. Εκείνη, αγέρωχη κι αποφασισμένη επιθεώρησε τα δωμάτια του σπιτιού μη τυχόν κι είχε ξεχάσει κάτι. Δεν βρήκε τίποτε κι αμίλητη άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά, σίγουρη ότι δεν θα επιστρέψει ποτέ πια. ‘Έτεινε να του δώσει τα κλειδιά της κοιτάζοντας πίσω απ’ αυτόν, στον κενό χώρο. Εκείνος, προσπαθώντας να μαζέψει τα κομμάτια που του παράτησε εκείνη, της είπε να κρατήσει τα κλειδιά. Της είπε ότι θα την περίμενε να γυρίσει, ότι την αγαπούσε. Εκείνη, χωρίς να τον κοιτάξει, χωρίς να του μιλήσει έφυγε. Σκληρό το τέλος…

     Κάθισε σ’ ένα παγκάκι μέσα στο σιωπηλό πάρκο. Μόνο η φωνή της νύχτας που έπεφτε μαύρη και σκοτεινή πέρα απ’ τις ακτίνες των φανοστατών ακουγόταν στ’ αυτιά του. Ήταν η μόνη του βουβή παρέα. Κρύφτηκε στην αγκαλιά της ζητώντας παρηγοριά στο σκοτάδι. Δυο δάκρυα ξέφυγαν απ’ τα μάτια του και τ’ άφησε να φτιάξουν το μονοπάτι τους στα μάγουλά του. Θόλωσαν τα μάτια του και το μυαλό του σταμάτησε. Έψαξε βιαστικά στην τσέπη του και έβγαλε τα τσιγάρα του. Άναψε ένα κι η φλόγα του σπίρτου φώτισε στιγμιαία το τσακισμένο του πρόσωπο. Μια, δυο ρουφηξιές σαν αναστεναγμοί χωρίς λύτρωση. Πολλά τα ερωτηματικά. Πού χάλασε η σχέση; Πού έφταιξε αυτός; Άραγε αγαπήθηκαν ποτέ;

     Προσπάθησε να ξαναζήσει στη μνήμη του τις χαρούμενες στιγμές μαζί της, τότε που έλαμπαν τα μάτια και των δύο από έρωτα. Μήπως ήταν μόνο πόθος; Αυτός πίστευε ότι την αγαπούσε. Δεν μπορούσε να σκεφτεί. Καθόταν μοναχός κι άκουγε τα τριζόνια που εμφανίστηκαν απρόσμενα συμμεριζόμενα το ζόρι του με τον μονότονο ρυθμό τους. Έμεινε εκεί αμήχανος γι’ αρκετή ώρα. Ένα έρημο σκυλί πέρασε, τον μύρισε κι έκατσε παράμερα. Ενώθηκαν οι αύρες τους και οι μοναξιές έγιναν δύο. Πίεσε τον εαυτό του να θυμηθεί τις όμορφες κοινές τους ώρες. Οι σκέψεις έρχονταν μπερδεμένες στο μυαλό του σαν άλυτα προβλήματα που δεν μπορούσε να διαχειριστεί μόνος του. Δεν έβρισκε καμιά εξήγηση στα γιατί που τον βασάνιζαν.

     Του είχε ανακοινώσει ότι ήθελε να χωρίσουν πριν δέκα μέρες. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι χάθηκε η αγάπη τους. Πάλεψε να μάθει το γιατί. Εκείνη ήρεμα κι απλά του είπε ότι δεν τον αγαπούσε πια. Μήπως είχε μπει άλλος στη ζωή της; Εκείνη είπε “όχι”. Μόνο ότι ένιωθε την ζωή της εγκλωβισμένη με κάποιον άνθρωπο που της ήταν πλέον αδιάφορος. Δεν θέλησε να την πιέσει περισσότερο. Ήξερε καλά πως ό,τι του έλεγε αυτό ήταν. Δεν άλλαζε γνώμη ή άποψη. Δεν ήταν στον χαρακτήρα του να την παρακαλέσει. Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν οι δυσκολότερες της ζωής του. Γι’ αυτόν όλα ήταν χωρίς νόημα, άχρωμα κι αισθανόταν χαμένος και παγιδευμένος σε χίλιες σκέψεις και λίγα λόγια. Μετά, όταν ήλθε η αγωνία του τέλους, η φυγή της του άφησε την καταραμένη κατάθλιψη.

      Κι όμως. Είχαν ζήσει στιγμές ανεπανάληπτες μαζί, τότε που πίστευε πως ο χρόνος είχε σταματήσει γι’ αυτούς. Τότε που το ευτυχισμένο παρόν τους είχε διαλύσει το ανιαρό παρελθόν της μοναξιάς τους σαν να άνθισε ξαφνικά το λουλούδι μιας πραγματικής αγάπης. Θυμήθηκε τους παλμούς της καρδιάς της που συμπλήρωναν τους ρυθμούς της δικής του καρδιάς. Μίλαγαν οι ψυχές τους μέσα απ’ τα μάτια τους. Κι έλαμπε εκείνη απ’ την τόση ευτυχία…

     Ω! Εκείνη ήταν η πηγή της ελπίδας του, το νόημα της ύπαρξής του. Κάθε λύπη και πόνος του πνιγόταν μέσα στα υγρά της μάτια που καθρεπτιζόταν το πρόσωπό του. Πόσο αποζητούσε αυτά τα μάτια που τα είχε λατρέψει απ’ την πρώτη στιγμή. Ήταν το υπήνεμο αγκυροβόλι του.

Του ήρθαν στο νου οι στίχοι του Ελύτη:



Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς μέσα|
στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι
Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μοναξιά,
σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!

     Άρχισε να κρυώνει λίγο. Η νύχτα είχε εντελώς νικήσει τη μέρα κι αχνόφεγγαν τ’ αστέρια την Κυριακή αυτή του Νοέμβρη.  Αποζητούσε την θαλπωρή του σπιτιού του και σηκώθηκε να φύγει. Προχώρησε προς τα κει. Σταμάτησε όμως μόλις συνειδητοποίησε ότι στο άδειο σπίτι του, εκεί που η αγάπη ήταν παρελθόν, το κρύο ήταν μεγαλύτερο. Έκανε μεταβολή και πήγε προς την άλλη μεριά του πάρκου. Μαζί του σηκώθηκε κι ο σκύλος και χάθηκαν κι οι δυο στα μονοπάτια , σκιές μονάχες, απόμακρες, θλιβερές κι απελπισμένες.

     Άδειασε το παγκάκι κι απόμειναν τα τριζόνια κι οι φανοστάτες.

A.Γ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου