Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ή ΝΕΚΥΟΜΑΝΤΕΙΟ


Το αρχαίο νεκρομαντείο ή "νεκυομαντείο" (αρχ. νέκυς=νεκρός) βρίσκεται στο νομό Πρεβέζης, στη βόρεια όχθη του ποταμού Αχέροντα. Στους αρχαίους χρόνους το ιερό ανήκε στους Θεσπρωτούς, ένα από τα πρώτα ελληνικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο γύρω στο 2000 π.Χ.
Μυκηναϊκές εγκαταστάσεις του 14ου αι. π.Χ επισημάνθηκαν στην περιοχή, η Έφυρα 500 μ. βόρεια του νεκρομαντείου και η Τορύνη, ανατολικά της Πάργας, στη θέση Κίπερι. Το ιερό αποκαλύφθηκε κάτω από τα ερείπια της μονής του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου (18ος αι) στην κορυφή ενός βραχώδους λόφου, κατά τις ανασκαφές που διενεργήθηκαν από τον καθηγητή Σωτήριο Δάκαρη τα έτη 1958-1964 και 1976-1977.


Το κυρίως ιερό περιβάλλεται από έναν πολυγωνικό ορθογώνιο περίβολο με είσοδο στη βόρεια πλευρά. Έχει τετράγωνη κάτοψη και χωρίζεται με δύο παράλληλους τοίχους σε μια κεντρική αίθουσα και έξι επί μέρους δωμάτια-αποθήκες.Κάτω από την κεντρική αίθουσα βρίσκεται μια ισομεγέθης υπόγεια αίθουσα, την οροφή της οποίας σχηματίζουν δεκαπέντε πώρινα τόξα. Πρόκειται για τον πλέον ιερό χώρο, το ανάκτορο του Άδη και της Περσεφόνης, όπου εμφανίζονταν τα φάσματα των νεκρών για να επικοινωνήσουν με του χρηστηριαζόμενους..
Βόρεια, νότια και ανατολικά του κυρίως ιερού αναγνωρίζονται μικρότερα δωμάτια και διάδρομοι που χρησίμευαν για την ψυχική και σωματική προετοιμασία των επισκεπτών, δεδομένου ότι η επαφή των ζωντανών με τους νεκρούς δεν ήταν ανώδυνη.
Οι χώροι αυτοί, καθώς και το κυρίως ιερό, χρονολογούνται στα τέλη του 4ου αρχές του 3ου αι. π.Χ. Αργότερα, στα τέλη του 3ου π.Χ., όταν η φήμη του ιερού μεγάλωσε, προστέθηκαν δυτικά του αρχικού συγκροτήματος, γύρω από μια κεντρική αυλή, αποθήκες και χώροι διαμονής για τους ιερείς και τους επισκέπτες.


Πάρα πολλά είναι τα ευρήματα που χρονολογούνται σ' αυτή την εποχή και μαρτυρούν την ευημερία του ιερού. Το σημαντικότερο όμως προέρχεται από την υπόγεια αίθουσα, την ιερή κρύπτη. Πρόκειται για τα υπολείμματα μιας μηχανής, ενός είδους γερανού, που το χρησιμοποιούσαν για την εμφάνιση των ειδώλων των νεκρών στους προσκυνητές. Αυτό ίσως το σκοπό εξυπηρετούσε το μεγάλο πάχος των τοίχων του κεντρικού ιερού (3,30 μ) που επέτρεπε τη δημιουργία μυστικών διαδρόμων πλ. 1,50 ή 2,40 μ. μέσα στους οποίους μετακινούνταν αθέατοι οι ιερείς. Το τέχνασμα αυτό, σε συνδυασμό με τις παρενέργειες της ειδικής δίαιτας (κουκιά και λούπινα) στην οποία υποβάλλονταν οι προσκυνητές, δημιουργούσε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την επικοινωνία με τις ψυχές των νεκρών. Φεύγοντας, οι επισκέπτες του ιερού ακολουθούσαν διαφορετικό δρόμο κι έπρεπε να τηρήσουν σιγή για όσα είδαν και άκουσαν, για να μη διαπράξουν ασέβεια απέναντι στις θεότητες του Κάτω Κόσμου.


Το νεκρομαντείο πυρπολήθηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. Τον 1ο αι.π .Χ κατοικήθηκε πάλι η δυτική αυλή. Έκτοτε η περιοχή περιήλθε σε παρακμή. Το 18ο αι. χτίστηκε πάνω στα αρχαία ερείπια η μονή του Αγ.Ιωάννη Προδρόμου.


Κείμενα: Ιουλία Κατσαδήμα (ΥΠΟΥΡΓ.ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ- Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου