Οι Ανησυχητικές Μούσες
"Όλα έχουν δύο όψεις: την τρέχουσα πλευρά, που βλέπουμε σχεδόν πάντα και που όλοι οι συνηθισμένοι άνθρωποι βλέπουν και την πνευματική και μεταφυσική πλευρά, που μόνο κάποια σπάνια άτομα μπορούν να δουν, σε στιγμές διορατικότητας και μεταφυσικής αφαίρεσης."
Τζιόρτζιο ντε Κίρικο
"Οι Ανησυχητικές Μούσες" είναι μια ελαιογραφία του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο του 1918. Ολοκληρώθηκε με το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά το θέμα της δεν σχετίζεται με πόλεμο. Είναι ένα έργο υπόδειγμα του ρεύματος avant-garde.
Ο Ελληνικής καταγωγής Ντε Κίρικο (1888-1978) ήταν απ' τους ιδρυτές και πρωτοπόρους της μεταφυσικής ζωγραφικής, που χαρακτηρίζεται από αινιγματικές εικόνες που προκαλούν την λογική και αποπροσανατολίζουν τον θεατή. Τα αντικείμενα αναγνωρίζονται εύκολα αλλά φαίνονται ασύνδετα και εκτός λογικής. Αυτό το είδος ζωγραφικής αναγκάζει τον θεατή να κάνει απροσδόκητους συσχετισμούς, πέρα απ' την καθημερινή πραγματικότητα και γι' αυτό ονομάστηκε "μεταφυσική".
Giorgio de Chirico
Το έργο ζωγραφίστηκε όταν ο Ντε Κίρικο ήταν στην Φερράρα. Στο πίσω μέρος του πίνακα φαίνεται το Castello Estense, κοντά στο οποίο ζούσε ο Ντε Κίρικο, σε χρώμα κόκκινο της σκουριάς. Σε πρώτο πλάνο φαίνονται οι δυο Μούσες, με αρχαιοελληνική κλασική ενδυμασία. Η μια στέκεται όρθια κι έχει ένα σκπήτρο και η άλλη κάθεται κι έχει μια κόκκινη μάσκα που υπονοούν την Μελπομένη και την Θάλεια, αντίστοιχα, τις Μούσες της τραγωδίας και της κωμωδίας. Το άγαλμα σ' ένα βάθρο προς τα δεξιά και πίσω απεικονίζει τον Απόλλωνα, τον ηγέτη των Μουσών.
Άψυχες και σιωπηλές φιγούρες στέκονται εκεί αντί ανθρώπινων μορφών για να δώσουν διαφορετικά συμβολικά μηνύματα. Δεν έχουν μάτια ούτε στόματα, υπονοώντας την αδυναμία να δουν ή να μιλήσουν. Στον μεγαφυσικό κόσμο του Ντε Κίρικο, όμως, η τυφλότητα και η αλαλία δεν είναι πραγματικοί περιορισμοί. Εκείνοι που αδυνατούν να δουν την συνηθισμένη πραγματικότητα συχνά έχουν μια μεγαλύτερη καθαρότητα στην ενόραση, όπως οι τυφλοί ποιητές και οι μάντεις των αρχαίων. Είναι γνωστό ότι σε πολλές αρχαίες κοινωνίες, οι άνθρωποι πίστευαν ότι όσοι δεν μπορούσαν να μιλήσουν είχαν την ικανότητα να επικοινωνήσουν με το θείο.
Αυτές οι μεταφυσικές φιγούρες εκφράζουν την ικανότητα να υπερβούν την καθημερινή εμπειρία, υποδεικνύοντας σημασίες που ξεπερνούν την ορατή πραγματικότητα.
Sylvia Plath
Η Σύλβια Πλαθ (1932-1963) επηρεάστηκε απ' τον πίνακα αυτόν του Ντε Κίρικο κι έγραψε το ποίημα με τον ίδιο τίτλο "Οι Ανησυχητικές Μούσες" το 1957, ένα εξαιρετικό παράδειγμα απομόνωσης. Το ποίημα απεικονίζει την παντελή έλλειψη επικοινωνίας μητέρας - κόρης. Έχει βαθειά ομοιότητα με την εικόνα και παρουσιάζεται με διαφορετικό φωτισμό. Οι Μούσες χάνουν τις μυθικές τους ιδιότητες να επηρεάζουν τις ανθρώπινες τέχνες και μεταμορφώνονται σε κακές νεράιδες και δόλιες μητέρες στην ποίηση της Πλαθ. Αντί να δίνουν σοφές συμβουλές φορτώνουν την αφηγήτρια με δυσοίωνη αρνητικότητα. Το τρίο είναι παρόμοιο με τις τρεις Μάγισσες του Σαίξπηρ στον Μάκβεθ που εκπροσωπούν το σατανικό τρίο των γυναικών του 20ού αιώνα και χαρίζουν κακά δώρα. Η παρουσία αυτών των Μουσών συμβολίζει τους γονείς του 20ού αιώνα που είναι ανίκανοι να δώσουν στα παιδιά τους ένα παρηγορητικό περιβάλλον.
Η παρουσία τους στην ζωή του παιδιού την κάνει να αναγνωρίσει την παρουσία δυο αντίθετων κόσμων. Και δείχνει πώς τελικά υποκύπτει στον αρνητικό κόσμο με την νονά της να αφήνει πίσω τον κόσμο της καλοσύνης.
Σύλβια Πλαθ: Οι Ανησυχητικές Μούσες
Μητέρα, μητέρα, ποια θειά απαίδευτη
είτε δύσμορφη και αποκρουστική
εξαδέλφη άφησες απερίσκεπτα τόσο
ακάλεστη στα βαφτίσια μου, που
στη θέση της πήγε κι απόστειλε τις κυράδες τούτες
με κεφάλια σαν μανταρίσματος ξύλιν’ αυγά να γνέφουν
και να γνέφουν και να γνέφουν απ’ την κορφή ως τα νύχια
και απ’ τα αριστερά της κούνιας μου;
Μητέρα, ποιος βάλθηκε να παραγγέλνει ιστορίες
της Μίξι Μπλάκσορτ της ηρωικής αρκούδας,
Μητέρα, τίνος οι μαγισσοπούλες πάντοτε μα πάντοτε
φουρνίζονταν αντί του μελόψωμου, αναρωτιέμαι
αν είδες τες, αν είπες μου
λόγια να τις ξορκίσεις τις τρεις κυράδες
που νύχτα έγνεφαν στην κλίνη μου τριγύρω
άστομες, αόμματες, με φαλακρό γεμάτο ράμματα κεφάλι.
Στην ανεμοθύελλα, όταν στου πατέρα το γραφείο και τα δώδεκα
παραθυρόφυλλα εκοιλώσαν
ωσάν έτοιμες να σκάσουν φυσαλίδες, συ μας καλοτάιζες
τ’ αδελφάκι μου και μένα μπισκότα και κακάο
συ σιγόνταρες μας και ψέλναμε:
“Ζοχάδιασε ο Θορ: μπουμ μπουμ μπουμ!
Ζοχάδιασε ο Θορ: καρφί δεν μας καίγεται ‘μας!”
μα κείνες οι κυράδες τις τζαμαρίες μας διαλύσανε
Όταν ακροποδητί οι άλλες μαθητριούλες σκιρτάγανε
τους φακούς τρεμοπαίζοντας σαν τις κωλοφωτιές
και με της λαμπυρίδας το σκοπό, ‘γω δεν μπόραγα
ούτε το ποδάρι μου να σκώσω στο τρεμόφεγγο τούτο κορμάκι
μα, κοπιαστικά, έκανα πέρα μια
απ’ τις κακοκέφαλες σκιαγμένη
τις νουνές μου, και συ έκλαιες και έκλαιες:
Και το σκιάγμα τεντώθη, καήκανε τα φώτα.
Μητέρα, σε μαθήματα πιάνου με ‘γραψες
και τ’ αραμπέσκ μου επαίνευες και τις τρίλιες μου
κι ας έβρισκε ο κάθε δασκαλάκος το ύφος μου
τόσο αλλόκοτα στεγνό παρ’ όλες του τις κλίμακες
και τις ώρες εξάσκησης, τ’ αυτί μου
παντελώς άμουσο και ναι, ανεπίδεκτο μαθήσεως.
Μάθαινα και μάθαινα και μάθαινα απ’ αλλού
από μούσες άλλες, που δεν μου τις μίσθωνες εσύ, μητέρα αγαπημένη.
Ένα πρωί που έγνεψα και σ’ ήβρα, μητέρα
άνωθεν μου να πλέεις στον μπλάβο τον αγέρα
σ’ αερόστατο χάρμα πρασινωπό με μυριάδες
άνθη και χαλκοκουρούνες που
πότε, μα ποτέ αλλού δεν ευρέθησαν.
Μα τράβηξε ο τόσος δα πλανήτης πέρα
πως τη σαπουνόφουσκα καθώς μου φώναξες: Εδώ έλα!
και τους συνταξιδιώτες ευθύς αντίκρισα.
Μερόνυχτα τώρα, απ’ την κορφή ως τα νύχια
ολονυχτίες τους ορθώνουν, της πέτρας φορεσιές
μούτρα άγραφα όπως τη μέρα κείνη που γεννήθηκα
ίσκιοι μακρουλοί τους στο λιοβασίλεμα
μήτε που φέγγει, μήτε που κρύβεται.
Και σε τούτο το βασίλειο που με ‘φερες,
Μητέρα, μητέρα. Μα ούτε σ’ ένα μου έστω κατσούφιασμα
ό,τι συντροφιά μου κρατά δεν πρόκειται ποτέ να φανερώσω.
(μετάφραση: Γιώργος Σαββίδης)
Ας συνοδέψουμε τον ζωγράφο και την ποιήτρια μ' ένα μουσικό κομμάτι του Ραμώ "Η Συνέντευξη των Μουσών".
Jean-Philippe Rameau, L'entretien des Muses
ΠΗΓΕΣ:
Wikipedia
Bibliotheque
Ovo
Ithaca College
Beaming Notes